Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2009

Μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση... (Μέρος 2ο)

Στο δεύτερο μέρος της συζήτησης, θα σταθώ κυρίως σε δημοσιεύσεις γύρω από την ιστορική επικαιρότητα του σοσιαλισμού, αλλά και το ρεαλιστικό και υλοποιήσιμο "πρόταγμα" της κεντρικά σχεδιασμένης λαϊκής οικονομίας. Αναπόφευκτα θίγονται και ζητήματα μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού και πλευρές της οικονομική πολιτικής των σοσιαλιστικών χωρών. Το τρίτο και τελευταίο μέρος θα αφιερωθεί στη συζήτηση για το ρόλο της επαναστατικής βίας στο σοσιαλισμό που, ακόμα και σήμερα, προκαλεί "ρίγη ιερής αγανάκτησης" στους απανταχού μικροαστούς, καθώς και στην ιστορική τοποθέτηση του όλου σοσιαλιστικού εγχειρήματος ...

"Χρεωκόπησε" ο κεντρικός σχεδιασμός;

Αφετηριακό ερώτημα της συζήτησης αυτής είναι η αστική μυθολογία περί "τέλους της ιστορίας". Όμως, γιατί η εργατική τάξη είναι “καταδικασμένη” να πουλά στον αιώνα των αιώνων την εργατική της δύναμη για να προσπορίζει υπεραξία στον κεφαλαιοκράτη; Ένας σχολιαστής με το ψευδώνυμο "ψυχραιμία", σχολίασε ανοίγοντας τον κύκλο αυτό:

"Γιατί η μόνη εναλλακτική λύση είναι το σύστημα του κεντρικού σχεδιασμού όπου όλοι και όλα ανήκουν στο κεντρικό κράτος που ονομάσθηκε “υπαρκτός σοσιαλισμός” και αποδείχθηκε λιγότερο παραγωγικό στον 20ο αιωνα. Μέχρι στιγμής δεν έχει βρει κανείς κάτι καλύτερο."

Ας δούμε, όμως, πέρα από τις ιδεοληψίες των αστών και των μικροαστών, τι έδειξε η ίδια η ζωή. Το 1917, αμέσως μετά τη νίκη της επανάστασης, η βιομηχανική παραγωγή στη Ρωσία ήταν στο 13% της προπολεμικής (του 1913). Το 1938, στα τέλη του δεύτερου πεντάχρονου πλάνου, ήταν στο 909% όταν των ΗΠΑ ήταν στο 120%, της Αγγλίας στο 113%, της Γερμανίας στο 132% και της Γαλλίας μόλις στο 93%. Ακόμα πιο εντυπωσιακή είναι η εικόνα το 1933, δηλαδή αμέσως μετά την κρίση του ‘29-’31 (πολύ χρήσιμη για συγκρίσεις με το σήμερα): στην ΕΣΣΔ ήταν στο 380% σε σχέση με το 1913, ενώ στις ΗΠΑ μόλις στο 109%, στην Αγγλία στο 87%, στη Γερμανία στο 75% και στη Γαλλία στο 107%. Μεταξύ 1929 και 1933 δε, δηλαδή ακριβώς στο διάστημα της κρίσης, η βιομηχανική παραγωγή στην ΕΣΣΔ αυξήθηκε κατά 138% τη στιγμή που στις ΗΠΑ ήταν -34%, στη Γαλλία -29%, στη Γερμανία -20% και στην Αγγλία μειώθηκε μόλις κατά 1.2%.

Αντίστοιχη είναι η εικόνα και στην αγροτική οικονομία. Η συνολική καλλιεργημένη γη στην ΕΣΣΔ, από 105 εκατομμύρια εκτάρια το 1913, αυξήθηκε σε 137 το 1938. Ενδεικτικό ειδικά της επίδρασης του κεντρικού σχεδιασμού είναι το στοιχείο για τις καλλιεργημένες εκτάσεις σε βιομηχανικά φυτά. Από 4.5 εκατ. εκτάρια το 1913, στα 11 το 1938. Ομοίως, στις καλλιέργειες ζωοτροφών, από 2.1 σε 14.1 και λαχανοκηπουρικών, από 3.8 σε 9.4 εκατομμύρια εκτάρια. Η παραγωγή δημητριακών, μεταξύ 1913 και 1934 αυξήθηκε σχεδόν 12%, το ίδιο και μεταξύ 1934 και 1938. Η παραγωγή βάμβακος αυξήθηκε κατά 60% (1934-1913) και κατά 128% (1938-1934), ενώ αντίστοιχη είναι η εικόνα (να μην κουράζω με δείκτες) σε όλες τις άλλες καλλιέργειες.

Στον τομέα της κυκλοφορίας των αγαθών, ο όγκος του κρατικού και συνεταιριστικού λιανικού εμπόριου αυξήθηκε κατά 159% μεταξύ 1933 και 1930 και κατά 178% μεταξύ 1938 και 1934. Στη διάρκεια του δεύτερου πεντάχρονου το δια-συνεταιριστικό εμπόριο σε όγκο αυξήθηκε κατά 112%.

Μπορώ να συνεχίσω να αραδιάζω δείκτες και στοιχεία. Ιδιαίτερα θα μπορούσα να παρουσιάσω ποσοτικά στοιχεία που απεικονίζουν τη ραγδαία βελτίωση των συνθηκών και της ποιότητας ζωής του πληθυσμού στην ΕΣΣΔ. Ωστόσο, για να μην κουράζω σταματώ εδώ. Σημειώνω μόνο ότι έμεινα στα στοιχεία μέχρι το β’ παγκόσμιο πόλεμο για τρεις λόγους. Πρώτον, γιατί μετά τον πόλεμο τα στοιχεία δεν είναι απολύτως συγκρίσιμα με τα πριν από αυτόν, μιας και απαιτήθηκε τεράστια δαπάνη πόρων για την ανοικοδόμηση. Δεύτερον, διότι η περίοδος αυτή (η μεσοπολεμική) χαρακτηρίστηκε από τη μεγάλη καπιταλιστική κρίση του ‘29-’31 και έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον να συγκρίνει κανείς το πως συμπεριφέρθηκε η κεντρικά σχεδιαζόμενη οικονομία της ΕΣΣΔ και πως οι καπιταλιστικές οικονομίες της Δύσης.

Τρίτος και σημαντικότερος λόγος που καθιστά μη συγκρίσιμες τις περιόδους 1917-1940 και την μεταπολεμική, είναι ότι σταδιακά, ειδικά μετά τα μέσα της δεκαετίας του ‘60, ο οικονομικός μηχανισμός της ΕΣΣΔ άρχισε να χάνει το γνήσια σοσιαλιστικό του χαρακτήρα, με την επιταχυνόμενη εισαγωγή στοιχείων καπιταλιστικής αγοράς (σταμάτησε η τάση παραπέρα εθνικοποίησης των συνεταιρισμών, δόθηκαν πριμ παραγωγικότητας, καθιερώθηκε η ιδιοσυντήρηση των επιχειρήσεων, καθορίστηκε ως κίνητρο η επίτευξη πλεονάσματος εσόδων ως προς τις δαπάνες παραγωγής κλπ.). Τα μέτρα αυτά, που δικαιολογήθηκαν με προκάλυμα την ανάγκη επιτάχυνσης της διαδικασίας ανάπτυξης που, τάχα, καθυστερούσε – λες και δε μπορούσε κανείς να δει ότι το πλήγμα που επέφεραν οι ανείπωτες καταστροφές του β’παγκόσμιου πολέμου δεν επέτρεπε άμεσα την επίτευξη των προπολεμικών ρυθμών – στην πραγματικότητα αντανακλούσαν αντικειμενικές κοινωνικές διεργασίες και συγκεκριμένα τη διαμόρφωση στρωμάτων της κοινωνίας με ιδιαίτερα συμφέροντα (οι λεγόμενοι “κόκκινοι ειδικοί”, τα διευθυντικά στελέχη κλπ.), των οποίων συμφερόντων έκφραση ήταν η πολιτική του Χρουστσώφ αρχικά και του Κοσύγκιν και, αργότερα σε μεγαλύτερη έκταση, του Γκορμπατσώφ που οδήγησε στην τελική παλινόρθωση του καπιταλισμού. Δε χρεωκόπησε λοιπόν ο σοσιαλιστικός σχεδιασμός, διότι αυτός όσο εφαρμόστηκε “πετούσε”. Χρεωκόπησε και ηττήθηκε η νόθευση του σχεδιασμού με στοιχεία αγοράς και καπιταλισμού, που έγινε τόσο από λάθη και ιδεολογικές καθυστερήσεις, όσο και για να εξυπηρετηθούν και συμφέροντα κοινωνικών στρωμάτων τα οποία ήταν απολύτως εφικτό να τύχουν άλλης διαχείρισης (όπως πριν τον πόλεμο) και να μην αποκτήσουν τα χαρακτηριστικά που πήραν. Πριν μιλήσει, λοιπόν, κανείς για το θέμα της υπεροχής ή μη του κεντρικού σχεδιασμού και της σοσιαλιστικής οικονομίας, ας μελετήσει βαθιά το θέμα ώστε να μην αναπαράγει προπαγανδιστικά ιδεολογήματα του κεφαλαίου, άσχετα με την πραγματικότητα.

Βεβαίως, απέναντι στα στοιχεία αυτά (καταρχήν τα ποσοτικά) υπάρχει ο αντίλογος της "άλλης πλευράς". Γράφει ο γνωστός από το πρώτο μέρος "επώνυμος":

"Μας μιλάς για την εκβιομηχάνιση της σταλινικής ΕΣΣΔ. Τα ποσοστά ανάπτυξης δεν λένε τίποτα, διότι λένε μόνον από πού ξεκίνησε μια καθυστερημένη αγροτική κοινωνία και πού έφτασε. Αν βάλεις όλο το λαό να δουλεύει σαν πειθαρχημένα στρατιωτάκια, με φωτιά και τσεκούρι σε όσους αρνούνται να υπακούσουν, κάπου δεν θα φτάσεις στην εκβιομηχάνιση;"

Την "επιχειρηματολογία" αυτή, συμπληρώνει ο σχολιαστής με το ψευδώνυμο Α.Κ., ο οποίος γράφει:

"Οι αριθμοί αυτοί [σημ. αναφέρεται στα στοιχεία που παρέθεσα] αναφέρονται σε ΡΥΘΜΟΥΣ ΜΕΤΑΒΟΛΗΣ οι οποίοι επηρεάζονται από το ΣΗΜΕΙΟ ΕΚΚΙΝΗΣΗΣ της οικονομίας. [...] Ο ρυθμός ανάπτυξης της κινεζικής οικονομίας εδώ και 15 χρόνια είναι τουλάχιστον διπλάσιος της αμερικανικής. Αυτό ΔΕΝ σημαίνει ότι η αμερικανική οικονομία είναι χειρότερη από την κινεζική, ή ότι το κινεζικό μοντέλο είναι καλύτερο, αλλά ότι η κινεζική κοινωνία ξεκίνησε από πάρα πολύ χαμηλά άρα, για διάφορους μαθηματικούς λόγους που συνδέονται με την αποδοτικότητα, “τρέχει” γρηγορότερα."

Τελικά, ο “επώνυμος” δεν περιορίστηκε στην ασχετοσύνη του περί του καπιταλισμού, επεκτάθηκε και στην ασχετοσύνη περί σοσιαλισμού. Φυσικό κι επόμενο. έτσι την παθαίνει όποιος χρησιμοποιεί ως μοναδικές πηγές, αυτές των αστών και των αντικομμουνιστών! Αγαπητέ μου “επώνυμε”, τα “στρατιωτάκια” που λες είχαν όνομα: τους λέγανε σταχανοβίτες και θεωρούσαν ΤΙΜΗ ΤΟΥΣ τη δουλειά για να πιαστούν τα πλάνα, γιατί ήξεραν ότι αυτή η δουλειά δεν πάει στις τσέπες κανενός Αλμούνια, Τρισέ, Γκρίνσπαν, Προβόπουλου ή Αράπογλου, αλλά επιστρέφει στους ίδιους σαν δωρεάν σπίτι, υποδομές, μόρφωση, υγεία, πολιτισμός – όλα όσα ο καπιταλισμός στερεί καθημερινά (ή δίνει με το σταγονόμετρο και επί αδρά πληρωμή) από δισεκατομμύρια “τυχερούς”. Αν θες να δεις στρατιωτάκια πραγματικά, πήγαινε να δεις τους εργάτες στα μεγάλα μονοπώλια που δουλεύουν 12ωρα για να βγάζουν το νοίκι και το ρεύμα και κάνουν κάθε μήνα περικοπές στα έξοδα για να μη βρεθούν στο δρόμο. Σε ποιά άλλη κοινωνία η δουλειά μετατράπηκε σε ΕΡΓΑΣΙΑ και το άγχος σε ΑΜΙΛΛΑ; Αυτά είναι άγνωστες λέξεις στον καπιταλισμό, όπου ο κάθενας μπαίνει στον πειρασμό να ρουφιανέψει το συνάδελφο για να του πάρει τη θέση ή για να μη χάσει τη δική του. Όσο για την εκβιομηχάνιση μιας καθυστερημένης χώρας, φουκαράδες “επώνυμοι”, καταλάβετε τα μεγέθη σας πριν μιλήσετε. Καθυστερημένη ήταν και η Ελλάδα, αλλά δεν εκβιομηχανίστηκε τότε – το αντίθετο. Εκβιομηχανίσου κι εσύ αν μπορείς, με καπιταλιστικούς όρους – αλλά που τέτοια τύχη, η Ελλάδα είναι “ψωροκώσταινα” μας έλεγαν οι θεωρητικοί του δοσιλογισμού στη χώρα το ‘50 και μας εκτελούσαν στα στρατοδικεία. Και επειδή ίσως η χώρα μας να μην αρέσει ως παράδειγμα στον "επώνυμο" λόγω μεγέθους, ας πάρει την Ινδία που είναι τεράστια. Καθυστερημένη ήταν, καθυστερημένη είναι παρά την ανάπτυξη κάποιων θυλάκων της – κι αυτών εκεί και όσο βολεύει τις πολυεθνικές. Όσο για τη σύγκριση Κίνας, ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, για την οποία μιλά ο Α.Κ., η “ανάπτυξη” του καπιταλισμού και η σοσιαλιστική ανάπτυξη δεν είναι ταυτόσημες, αλλά αντίθετες έννοιες. Το θέμα είναι ποιος κερδίζει από αυτήν. Στην ΕΣΣΔ κέρδιζε ο απλός εργαζόμενος που είδε σε 25 χρόνια τη χώρα του να αλλάζει πρόσωπο και τη ζωή του να αλλάζει …πλανήτη σε σχέση με τον τσαρισμό, στον καπιταλισμό κερδίζουν μια χούφτα κηφήνες σε βάρος της κοινωνίας.

Σοσιαλισμός σε μια μόνο χώρα, μύθος ή πραγματικότητα;

Μια σημαντική πλευρά της συζήτησης, αφορά το εφικτό της επιβίωσης μιας σοσιαλιστικής οικονομίας, σε συνθήκες ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης. Το θέμα, τέθηκε από το σχολιαστή με το ψευδώνυμο allenaki, ως εξής:

"Kαι πως θα σταθεί μια “μη καπιταλιστική” επιχείρηση σήμερα; Δεν θα πρέπει να επενδύσει σε τεχνολογία, να επεκταθεί σε άλλες αγορές, να συγχωνεύσει και να συγχωνευθεί, να μεγαλώσει … να γίνει τελικά μονοπώλιο; [..] Όταν το κράτος αυτό πρέπει να εξάγει τα προϊόντα του θα πρέπει να γίνει “καπιταλιστικά ανταγωνιστικό” με φθηνό εξαγώγιμο προϊόν. Επίσης θα πρέπει να έχει δημιουργήσει πάλι μια ευρύτερη “εσωτερική αγορά” προσαρτώντας διάφορες χώρες… [γειτονικές ή όχι] στο δικό του μοντέλο. Επίσης θα χρειάζεται να αγοράζει όσες πρώτες ύλες δεν διαθέτει από άλλα μη σοσιαλιστικά κράτη καταβάλλοντας το ισοδύναμο του εμπορεύματος σε χρήμα, που σημαίνει ότι θα πρέπει προηγουμένως να έχει εισπράξει, όλα αυτά παραπέμπουν τελικά σε ανταγωνισμό. Πως όμως θα παράγουν φθηνό εξαγώγιμο προϊόν οι παραγωγικές μονάδες όταν θα έχουν από την πρώτη μέρα λειτουργίας τους αυξημένο κόστος εργασίας [εφόσον θέλουν να είναι σοσιαλιστικές], με διανομή κερδών στους εργαζόμενους κτλ. κτλ. Ανεφάρμοστο μοιάζει όλο αυτό."

Αρχικά, δεν είναι άσκοπο να επαναλάβω εν συντομία τα βασικά χαρακτηριστικά μιας σοσιαλιστικά οργανωμένης οικονομίας. Καταρχάς, δε μιλάμε για ατομική ιδιοκτησία στην παραγωγή, αλλά για κρατική-κοινωνική ιδιοκτησία. Όλο το εξωτερικό εμπόριο είναι στα χέρια του κράτους. Μεταξύ των κρατικών παραγωγικών μονάδων τα προϊόντα ανταλλάσσονται σε ποσότητες που καθορίζονται από το πλάνο και όχι με βάση τους νόμους της αγοράς. Τα συνεταιριστικά αγροκτήματα υποχρεούνται να παραδίδουν στο κράτος τις νόρμες παραγωγής που τίθενται από το πλάνο και μόνο το περίσσευμα μπορούν να το διαθέτουν στην αγορά, σε ελεγχόμενες πάντως τιμές. Οι συνεταιρισμοί δεν έχουν ιδιοκτησία στη γη και τον εξοπλισμό, απλά δικαίωμα χρήσης και διάθεσης του πλεονάσματος. Η συνεχής τεχνική βελτίωσης της παραγωγής προκύπτει ως ανάγκη από το ότι το σύστημα πρέπει να αυξάνει τις παραγόμενες ποσότητες (ιδίως στους τομείς παραγωγής μέσων παραγωγής – εργαλειομηχανών, δομικών υλικών, υποδομών κλπ.) και για να καλύπτει τις τρέχουσες ανάγκες και για να αυξάνει διαρκώς τις πάγιες δομές παραγωγής. Τέλος, η επέκταση σε νέες αγορές δεν αποτελεί στόχο στο σοσιαλισμό, γιατί η παραγωγή δεν έχει ως σκοπό το κέρδος, αλλά την κάλυψη των αναγκών του πληθυσμού. Στο σοσιαλισμό η αποδοτικότητα δεν κρίνεται από τις “πωλήσεις”, διότι δεν υπάρχει αγορά, αλλά από το βαθμό ικανοποίησης των αναγκών του πληθυσμού και από τη σχεδιασμένη και ορθολογική αξιοποίηση των πλουτοπαραγωγικών πηγών, ούτως ώστε να διασφαλίζεται η διαρκής διεύρυνση της παραγωγικής βάσης της λαϊκής οικονομίας.

Από εκεί και πέρα, σε ό,τι αφορά το ζήτημα της δυνατότητας ολοκλήρωσης της σοσιαλιστικής οικοδόμησης σε συνθήκες ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης, ποτέ δεν ισχυριστήκαμε ως κομμουνιστές ότι το ιδανικό μας μπορεί να υλοποιηθεί 100% σε μια μόνο χώρα. Ο σοσιαλισμός μπορεί να χτιστεί, στις βασικές του δομές, σε μια χώρα, αλλά δε μπορεί να φτάσει στο τέρμα του δρόμου, στην κομμουνιστική αταξική κοινωνία, χωρίς την διεθνή του κατίσχυση έναντι των καπιταλιστικών κρατών. Στο διεθνές εμπόριο, όπως σωστά παρατηρεί ο συνομιλητής μας, εξακολουθεί να ισχύει ο νόμος της αξίας και δι αυτού οι διεθνείς καπιταλιστικές ενώσεις και ο ιμπεριαλισμός θα προσπαθούν πάντα να “εκβιάσουν” το σοσιαλιστικό κράτος ή στρατόπεδο, εν γένει (όπως άλλωστε και έγινε). Γι αυτό, πέραν των καθαρά οικονομικών “αμυντικών” μέτρων, βασικά μέλημά μας ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΣΥΝΥΠΑΡΞΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΕΣ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ, αλλά το να βοηθήσουμε να γίνει και στις άλλες χώρες επανάσταση, να γκρεμίσουμε παντού τα σαπισμένα καθεστώτα της εκμετάλλευσης. Αυτό το καθήκον δεν αφορά μόνο τις όμορες χώρες (όπως υπονοήθηκε, αν και δε μου αρέσει ο όρος “προσαρτήσεις”, μόνοι τους οι εργάτες των άλλων χωρών – κι εμείς στο πλάι τους – θα ανατρέψουν τα αφεντικά τους), αλλά το σύνολο των χωρών. Ένα το κρατούμενο…

Επίσης, δε θα συμφωνήσω καθόλου με την άποψη ότι οι σοσιαλιστικές παραγωγικές μονάδες θα έχουν αυξημένο κόστος σώνει και καλά. Το 2010 δεν είναι 1917 και ακόμα και στις σχετικά ενδιάμεσες και εξαρτημένες χώρες σαν την Ελλάδα έχει αναπτυχθεί αρκετά ο καπιταλισμός και η τεχνολογική βάση της παραγωγής, ώστε να δίνει συγκριτικά πλεονεκτήματα σε κάθε χώρα, όταν αποφασίσει ο λαός της να βαδίσει στο δρόμο της σοσιαλιστικής επανάστασης. Επιπλέον, είναι σαφές ότι ειδικά τον πρώτο καιρό ένα πολύ μεγάλο μέρος του παραγόμενου πλούτου θα αξιοποιείται για συσσώρευση και όχι διανομή, για να πλατύνει γρήγορα η βάση της παραγωγής, να αυξηθεί η παραγωγικότητα, να καλυφθούν οι ανάγκες του πληθυσμού και να στηριχθεί η λαϊκή οικονομία. Παράλληλα, το σοσιαλιστικό κράτος θα αναπτύξει διεθνείς σχέσεις, εκμεταλλευόμενο τις αντιθέσεις μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Π.χ. έτσι σώθηκε η Κούβα, στηριζόμενη στη Βενεζουέλα, αλλά και στην Κίνα – και σήμερα, δειλά-δειλά και με τη Ρωσία ξανά. Είναι τέτοια η φαγωμάρα μεταξύ των παλιόσκυλων του ιμπεριαλισμού που ανοίγονται περιθώρια για εξωτερική πολιτική ευέλικτη, ικανή να εκμεταλλεύεται αντιθέσεις και να χτίζει προσωρινές συνεργασίες, με στόχο τελικά να ισχυροποιείται ο σοσιαλισμός εντός και εκτός χώρας. Καμία αυτάρκεια, λοιπόν, καμία κλειστή οικονομία – αλλά βεβαίως, πολλή προσοχή, περιφρούρηση (και) των οικονομικών συνόρων κλπ. Η πείρα της Κούβας που έμεινε ζωντανή λίγα χλμ. από την “κοιλιά του τέρατος”, δείχνει το δρόμο…

Οι σχέσεις κατανομής του κοινωνικού προϊόντος στο σοσιαλισμό

Μια από τις πιο ουσιαστικές πλευρές της συζήτησης, ήταν αυτή που περιστράφηκε γύρω από ζητήματα πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού και, ιδιαίτερα, γύρω από το ζήτημα των σχέσεων κατανομής του κοινωνικού προϊόντος. Η προβληματική των αστών συνομιλητών, πέραν της καθαυτό θεωρητικής συζήτησης, αντιμετώπισε τις σχέσεις αυτές ως την "αχίλλειο πτέρνα" της σοσιαλιστικής οικονομίας, ως τον παράγοντα εκείνο που υποχρέωσε στην "οπισθοδρόμηση" προς τις αγοραίες, εμπορευματικές σχέσεις. Ας δούμε πιο συγκεκριμένα την επιχειρηματολογία αυτή, δια στόματος εκείνου που τη συνόψισε με τον πιο επιτυχή τρόπο. Ο σχολιαστής "alone", γνωστός μας κι αυτός από το πρώτο μέρος της συζήτησης, έθεσε το θέμα ως εξής:

"Από τι καθορίζεται η αξία χρήσης για κάθε προϊόν ή είδος ομοειδών προϊόντων;

Καταρχήν, ένα πρώτο μέτρο είναι η ποσότητα εργασίας που ενσωματώνει. Ακόμα και στη σοσιαλιστική διαδικασία παραγωγής, η αξία ενός αγαθού καθορίζεται από την ποσότητα εργασίας που ενσωματώνεται στο προϊόν. Δεν παράγεται το ίδιο εύκολα ένα αυτοκίνητο με ένα αναπτήρα. Απαιτούν διαφορετικά ποσά πόρων, εργασίας, εξειδίκευσης, προηγούμενης μελέτης κτλ. Αλλά αυτό ισχύει και στα ομοειδή προϊόντα. Οι διαφορετικές ποιότητες απαιτούν συχνά, όχι πάντα, διαφορετικά ποσά εργασίας και προσπάθειας. Άρα κάθε αγαθό αντανακλά το σύνολο των πόρων που απαιτείται για την παραγωγή, θέτοντας και αντίστοιχους περιορισμούς.

Κατά δεύτερο, η αναγκαιότητα χρήσης του, η οποία είναι πολλές φορές σχετική, π.χ. αχρηστεύεται με την αντικατάσταση του από κάτι καινούριο, λόγω τεχνολογικής εξέλιξης.

Τρίτον, από τη ζήτησή του, δηλ. τη σχετική αποδοχή από το χρήστη του. Ή μήπως καταργείται η δυνατότητα επιλογής στο σοσιαλισμό;

Όλα τα παραπάνω δε θέτουν αυτονόητα και την ανάγκη μιας κλίμακας σύγκρισης μεταξύ αγαθών που πρέπει να μετρηθεί; Δηλαδή ποσοτικής αξιολόγησης; Άρα γεννιέται έστω και νοητά η ανταλλακτική αξία. Πως θα καθοριστεί π.χ. το τι δικαιούται και μπορεί να απολαμβάνει ο εργαζόμενος στη σοσιαλιστική κοινωνία, ανάμεσα σε διαφορετικά προϊόντα και είδη, εφόσον θεωρούμε ότι υπάρχει το δικαίωμα επιλογής; Kαι τι θα γίνει, ας πούμε, αν μια χρονιά έχουμε έλλειψη κάποιων προϊόντων; Κακή σοδειά, δεν παρήχθησαν αρκετές ντομάτες. Θα ισοκατανείμει η σοσιαλιστική κυβέρνηση το προϊόν σε όλους; Πάει το δικαίωμα επιλογής. Εάν υπάρχει ένα αντίτιμο, ας πούμε χρήμα, που αντανακλά την αξία του προϊόντος την εκάστοτε στιγμή, εγώ που θέλω πολύ τις ντομάτες είμαι διατεθειμένος να ξοδέψω παραπάνω για να τις αγοράσω μειώνοντας από άλλες δαπάνες. Όμως έτσι εμφανίζεται ο νόμος προσφοράς και ζήτησης που δεν ταιριάζει στο μοντέλο μας. Ο συγκεντρωτικός προγραμματισμός δεν μπορεί να παρέμβει επιτυχώς σε τέτοια ζητήματα και αυτή η αδυναμία φάνηκε στην ΕΣΣΔ, όπου γρήγορα εγκαταλείφθηκε η προσδοκία για κατάργηση της ανταλλακτικής αξίας που είναι η βάση της εμπορευματικής παραγωγής. Η κατάργησή της θα σήμαινε και την κατάργηση ουσιαστικά του χρήματος. Κάτι τέτοιο παραπέμφθηκε στο υπερμέλλον. Αντίθετα, το σύστημα αυτό δούλεψε πολύ ικανοποιητικά σε μεγάλες κλίμακες π.χ. υποδομές, δίκτυα, ενέργεια κτλ."

Όπως προκύπτει από το παραπάνω απόσπασμα, ο alone ισχυρίζεται ότι κάθε τι που παράγεται στο σοσιαλισμό, τελικά θα καταλήξει στο να ανταλλαχτεί, άρα αγορά, άρα αξία, άρα χρήμα, άρα κλπ. κλπ. Οι συλλογισμοί του είναι εσφαλμένοι. Και ιδού το γιατί.

Όταν λέει “η αξία χρήσης καθορίζεται από την ποσότητα εργασίας που ενσωματώνεται στο προϊόν”, αυτομάτως μιλάει για ανταλλακτική αξία και όχι για αξία χρήσης. Η αξία χρήσης είναι ποιοτικό και όχι ποσοτικό μέγεθος. Π.χ. αξία χρήσης του καπέλου είναι ότι καλύπτει το κεφάλι, του αυτοκινήτου ότι μας μεταφέρει εύκολα, άνετα κλπ. Στον καπιταλισμό, μια βιοτεχνία που παράγει σε μια 8ωρη βάρδια ένα τόνο πλαστικά ποτηράκια και μια βιομηχανία που παράγει στον ίδιο χρόνο 50 τόνους (δηλ. 50 φορές μεγαλύτερη αξία), εντούτοις παράγουν προιόν με την ίδια αξία χρήσης. Επομένως, η ποσότητα εργασίας δεν έχει καμία σχέση εδώ. Από την άλλη, στο σοσιαλισμό δεν υπάρχει αγορά, οπότε δεν υπάρχει ανταλλαγή, ούτε και αξία ανταλλαγής. Αυτό το λες εύκολα, όμως το καταλαβαίνεις δύσκολα και όλο το πρώτο μέρος του συλλογισμού του alone φανερώνει ότι δεν έχει κατανοήσει σε βάθος την έννοια της αξίας. Δεν τον αδικώ, μιας και είναι όντως μια σύνθετη έννοια που ακόμα και πολλοί που κινούνται στον "μαρξίζοντα" (και όχι μαρξιστικό) "χώρο" δυσκολεύονται να συλλάβουν σε όλο της το βάθος.

Σε μια οικονομία εμπορευματοπαραγωγών, όπως είπαμε, η παραγωγή έχει ως σκοπό της την ανταλλαγή (και δευτερευόντως μόνο την κάλυψη της συγκεκριμένης ανάγκης, γιατί αν δε μεσολαβήσει ανταλλαγή καμία ανάγκη δεν καλύπτεται). Αυτό σημαίνει ότι και η ανθρώπινη εργασία αποκτά "διττό" χαρακτήρα: σε πρώτο επίπεδο έχουμε την παραγωγή μιας καθορισμένης αξίας χρήσης, δηλαδή τη συγκεκριμένη ατομική εργασία του ράφτη, του τσαγκάρη, του μηχανουργού κλπ. Σε δεύτερο επίπεδο έχουμε την "αφηρημένη εργασία" που ενσωματώνεται στο κάθε προϊόν, έτσι ώστε να καθίσταται αυτό "συγκρίσιμο" με όλα τα άλλα που κυκλοφορούν στην αγορά. Σωστά ο alone παρατηρεί (και το είπαμε και εμείς στο πρώτο μέρος της συζήτησης) ότι ΟΛΟΚΛΗΡΟ το προϊόν (από την άποψη της αξιακής σύστασής του) ΕΙΝΑΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΕΡΓΑΣΙΑ, αφενός "νεκρή" (δηλ. εργασία που ενσωματώθηκε στις πρώτες ύλες και τα μηχανήματα που χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή του, όταν αυτά είχαν παραχθεί), αφετέρου "ζωντανή", δηλ. η εργασία που δαπάνησε ο άμεσος παραγωγός του. Στο επίπεδο, λοιπόν, της ανταλλακτικής αξίας η ανθρώπινη εργασία νοείται ως "αφηρημένη εργασία", ως πράξη του παράγειν δηλαδή, ανεξάρτητα της ιδιαίτερης φύσης της. Έτσι, με αυτή την έννοια, αν για την παραγωγή ενός ζευγαριού παπουτσιών κατά μέσο όρο (δηλ. στο μέσο χρόνο παραγωγής όλων των τσαγκαράδικων της χώρας) απαιτείται χρόνος εργασίας 1 λεπτού, ενώ για την παραγωγή ενός κιλού ντομάτας απαιτείται αντίστοιχα μέσος χρόνος 1,2 δευτερολέπτων, τότε εύκολα μπορεί κανείς να υπολογίσει ότι ένα ζευγάρι παπούτσια έχει την ίδια αξία με 50 κιλά ντομάτες. Αν τώρα ορίσουμε ένα από τα χιλιάδες εμπορεύματα που κυκλοφορούν στην αγορά, συγκεκριμένα το χρυσό ως το "γενικό ισοδύναμο", δηλ. το εμπόρευμα με το οποίο συγκρίνονται όλα τα άλλα προκειμένου να προκύψει η αξία τους, υποθέσουμε ότι μια ουγκιά χρυσού απαιτεί για την παραγωγή της χρόνο εργασίας 1,6 δευτερολέπτων και ονομάσουμε "1 ευρώ" την αξία που αντιστοιχεί σε 1,25 ουγκιές χρυσού, τότε με απλούς υπολογισμούς προκύπτει ότι η τιμή ενός ζευγαριού παπουτσιών είναι 100 ευρώ και του ενός κιλού ντομάτας 2 ευρώ.

Ποια είναι η βασική ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ προϋπόθεση για την παραπάνω διαδικασία; Μα φυσικά, το γεγονός ότι τα μέσα παραγωγής, όπως και το προιόν της, είναι ΑΤΟΜΙΚΗ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ του κάθε εμπορευματοπαραγωγού. Γιατί όμως; Διότι αν ο Χ έχει παπούτσια και χρειάζεται ντομάτες και ο Ψ το αντίθετο, η συνάντησή τους στην αγορά είναι συνάντηση δυο τυπικά "ισότιμων" ατόμων που αναζητούν ένα "δίκαιο μέτρο" για να ανταλλάξουν τις ιδιοκτησίες τους. Μεταξύ ισότιμων κοινωνικά παραγωγών που κατέχουν ο καθένας μέσα παραγωγής και φυσικά και τα προιόντα που αυτά τα μέσα παράγουν, δεν υπάρχει άλλος "κανονικός" τρόπος να διατεθούν τα αγαθά στην κοινωνία (η κλοπή, ο πόλεμος κλπ. είναι άλλο ζήτημα). Ας φανταστούμε, τώρα, ότι στο παραπάνω μοντέλο "απλής εμπορευματικής παραγωγής" προστίθενται και μερικά άτομα που ΔΕΝ είναι ιδιοκτήτες μέσων παραγωγής, αλλά μόνο εργατικής δύναμης, την οποία και πωλούν σε κάποιους κατόχους μέσων παραγωγής, οι οποίοι την αγοράζουν (μισθώνουν) όπως και τις πρώτες ύλες τους, τα εργαλεία κλπ. Στο πρώτο μέρος της συζήτησης εξηγήσαμε ότι στη διαδικασία παραγωγής με τέτοιους όρους (καπιταλιστικούς) παράγεται η υπεραξία, δηλ. η υπεξαίρεση από πλευράς κεφαλαιοκράτη του απλήρωτου μέρους της εργασίας του μισθωτού του. Από τη στιγμή που ο εργάτης θα πληρωθεί το μισθό του, δηλ. θα γίνει κάτοχος του χρηματικού εμπορεύματος, μπορεί εξίσου καλά να το ανταλλάξει όπως και οι εμπορευματοπαραγωγοί (καπιταλιστές και μη) με ποσότητες εμπορευμάτων που κυκλοφορούν στην αγορά. Στην περίπτωση αυτής της ανταλλαγής και ο εργάτης εμφανίζεται ισότιμος με τον έμπορο, ως δυο κάτοχοι εμπορευμάτων (χρήμα ο ένας, ντομάτες π.χ. ο άλλος) που τα ανταλλάσσουν στο "δίκαιο μέτρο" της αξίας τους. Αυτό είναι, πολύ απλουστευμένα, το μοντέλο της καπιταλιστικής εμπορευματικής παραγωγής.

Στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό, αυτή η βασική κοινωνική προυπόθεση της εμπορευματικής παραγωγής ΑΠΟΥΣΙΑΖΕΙ. Τα μέσα παραγωγής (και άρα και το προιόν της) ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΤΟΜΙΚΗ, αλλά ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ιδιοκτησία. Εδώ, ο Χ παράγει παπούτσια και ο Ψ ντομάτες, αλλά τα εργαλεία, οι πρώτες ύλες ΚΑΙ το προιόν τους ΑΝΗΚΟΥΝ ΕΞΙΣΟΥ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΔΥΟ. Εδώ, λοιπόν, δεν τίθεται θέμα ανταλλαγής αλλά μονάχα "κατανομής" του πλούτου στους δικαιούχους του, οι οποίοι τον δικαιούνται εξίσου και η μόνη δεκτή "αναλογία" είναι η εντελώς φυσική αναλογία που πηγάζει από τις διαφορετικές ανάγκες του καθενός. Ο Χ είναι πιο μεγαλόσωμος και τρώει περισσότερο, ο Ψ έχει περισσότερα παιδιά άρα χρειάζεται μεγαλύτερο σπίτι κλπ. Το κοινό προιόν "κατανέμεται" στα μέλη της κοινωνίας αναλογικά με τις ανάγκες του καθενός. Αυτό, σε πολύ αδρές γραμμές, είναι η βασική αρχή του κομμουνισμού. Επίσης, η εργασία σε αυτό το σύστημα παραγωγής χάνει το διττό της χαρακτήρα (συγκεκριμένη και αφηρημένη) και απομένει μόνο ο ατομικός, συγκεκριμένος χαρακτήρας της. Στα πλαίσια της κομμουνιστικής κοινωνίας δεν έχουν θέση κατηγορίες της πολιτική οικονομίας, όπως η αξία, η τιμή, ο μισθός. Ακόμα και οι πρώτες ύλες και τα ενδιάμεσα προϊόντα (που χρησιμοποιούνται και αυτά ως πρώτες ύλες σε επόμενα στάδια της παραγωγής) κατανέμονται ανάμεσα στις παραγωγικές μονάδες σε ποσότητες που καθορίζονται από το ορθολογικό κοινωνικό πλάνο με κριτήριο την διασφάλιση της διαρκούς αύξησης της παραγωγικότητας, ώστε να είναι δυνατή η ικανοποίηση των συνεχώς διευρυνόμενων κοινωνικών αναγκών.

Τι γίνεται, τώρα, στο πρώτο στάδιο της κομμουνιστικής κοινωνίας, αυτό που αποκαλούμε "σοσιαλισμό"; Επειδή ο κοινωνικός πλούτος ακόμα δεν έχει φτάσει σε τέτοιο επίπεδο αφθονίας (για εξωτερικούς και εσωτερικούς παράγοντες), ώστε να επαρκεί για όλους αναλογικά με τις ανάγκες τους, προκύπτει η κοινή ανάγκη όλων, αφενός να βρεθεί ένα "προσωρινό" (με την ιστορική έννοια) μέτρο κατανομής, αφετέρου να σχεδιαστεί με τον γρηγορότερο και πιο ορθολογικό τρόπο η διεύρυνση της κοινωνικής παραγωγής ώστε να φτάσει αυτή στο επίπεδο αφθονίας που απαιτείται. Το "προσωρινό" αυτό μέτρο είναι η αναλογική συμμετοχή του κάθε παραγωγού στην κοινή εργασία. "Ανάλογα με την εργασία" λοιπόν, είναι η σοσιαλιστική αρχή κατανομής. Πρέπει βέβαια να τονίσουμε εδώ ότι ήδη εξαρχής ένα μέρος του κοινωνικού προιόντος (π.χ. Υγεία, Παιδεία, κοινωνικές υποδομές κλπ.) διανέμεται προς όλους ανάλογα με τις ανάγκες του καθενός χωρίς περιορισμό. Με την ανάπτυξη της παραγωγικότητας της εργασίας και τη διαρκή εκμηχάνιση-αυτοματοποίηση της παραγωγής, τη διεύρυνση της υλικοπαραγωγικής βάσης, την τελειοποίηση του μηχανισμού σχεδιοποίησης της οικονομίας, το μέρος αυτό διευρύνεται σταδιακά, μέχρις ότου να φθάσουμε εξολοκλήρου στην αρχή διανομής "ανάλογα με τις ανάγκες", δηλαδή στην πλήρη κομμουνιστική κατανομή. Η διεύρυνση αυτή δε γίνεται "διοικητικά", ούτε με υποκειμενικά κριτήρια. Υλική βάση γι αυτήν είναι η διαρκής άνοδος της αυτοματοποίησης της παραγωγής που οδηγεί από τη μια στην έκρηξη της παραγωγικότητας και από την άλλη στη βαθμιαία αλλαγή στα χαρακτηριστικά της εργασίας, με την όλο και μεγαλύτερη ομογενοποίηση των χαρακτηριστικών της, την σταδιακή κατάργηση της χειρωνακτικής εργασίας, την επέκταση των εποπτικών λειτουργιών, των λειτουργιών διεύθυνσης της αυτοματοποιημένης παραγωγής. Οι αλλαγές αυτές δίνουν τη δυνατότητα για τη ραγδαία μείωση του χρόνου εργασίας αλλά και το ξεπέρασμα του κοινωνικού καταμερισμού ανάμεσα στη διανοητική και τη χειρωνακτική εργασία, ανάμεσα στη διευθυντική και εκτελεστική εργασία.

Εδώ μπαίνει και το σοβαρό ζήτημα του ρόλου του χρήματος στο σοσιαλισμό. Εδώ, μόνο στη μορφή διατηρείται το χρήμα που ξέρουμε από την καπιταλιστική κοινωνία. Το οικονομικό και κοινωνικό περιεχόμενο είναι τελείως διαφορετικό. Στην αναπτυγμένη σοσιαλιστική οικονομία το χρήμα δεν αποτελεί "γενικό ισοδύναμο" στα πλαίσια της εμπορευματικής κυκλοφορίας. Διατηρώντας την εξωτερική μορφή του τραπεζογραμμάτιου, αποτελεί στην ουσία "αποδεικτικό συμμετοχής" του κατόχου στην κοινωνική εργασία και "δικαίωμα απολαβής" συγκεκριμένου μέρους του κοινωνικού πλούτου, το οποίο αναλογεί στην εργασία που προσέφερε. Όπως ο μισθός καθορίζεται αναλογικά με βάση τη συμμετοχή στη συνολική κοινωνική εργασία (έτσι ώστε καθώς ομογενοποιούνται στην πορεία τα χαρακτηριστικά της τελευταίας να καθίσταται αυτός αναλογική συνάρτηση αποκλειστικά του ατομικού χρόνου εργασίας, ο οποίος συγχρόνως θα μειώνεται για όλους), έτσι και το χρήμα αποτελεί το αποδεικτικό αυτής της συμμετοχής. Δεν είναι το ίδιο εμπόρευμα, δεν ανταλλάσσεται, δεν έχει αξία. Εννοείται ότι στην πορεία προς τις κομμουνιστικές σχέσεις παραγωγής και κατανομής, η ανάγκη ύπαρξης ακόμα και αυτού του "αποδεικτικού" σταδιακά εκφυλίζεται και τελικά καταργείται, όπως και η αμοιβή μέσω μισθού και αντικαθίσταται από την άμεση πρόσβαση του παραγωγού στα αγαθά, ανάλογα με τις ανάγκες του.

Ο alone sυνεχίζει: “η αξία χρήσης καθορίζεται από την αναγκαιότητα”. Η φράση αυτή είναι ταυτολογία. Η αναγκαιότητα ΕΙΝΑΙ η αξία χρήσης. Αν π.χ. το μοντέλο πλυντηρίου Χ πλένει 5 κιλά ρούχα σε 1 ώρα και βγει το Ψ που για την ίδια ποσότητα χρειάζεται 30 λεπτά, το Χ απλώς ΔΕΝ είναι ΠΙΑ αναγκαίο και, συνεπώς, ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΚΑΜΙΑ ΑΞΙΑ ΧΡΗΣΗΣ. Ας προσέξουμε: μιλάμε για το σοσιαλισμό, αρχή του οποίου είναι να παρέχει στους πολίτες του το κάθε στιγμή βέλτιστο επίπεδο ικανοποίησης των αναγκών τους. Στον καπιταλισμό, όπου η αξία χρήσης συνυπάρχει με την ανταλλακτική αξία, η αξία χρήσης του Χ ΔΕΝ ΜΗΔΕΝΙΖΕΤΑΙ διότι απευθύνεται σε πιο φτωχά στρώματα που δεν έχουν τη δυνατότητα να αγοράσουν το “καλό” Ψ. Αλλά από τη σκοπιά του σοσιαλισμού, αυτό δεν παίζει κανένα ρόλο.

Ήδη θεωρώ ότι έχουν απαντηθεί στο μεγαλύτερο μέρος τους οι σκέψεις του alone. Το βασικό τους πρόβλημα είναι η στατική θεώρηση μιας δυναμικής διαδικασίας όπως είναι η σοσιαλιστική οικοδόμηση και, μάλιστα, μια στατική θεώρηση με κριτήρια του καπιταλιστικού «σήμερα». Σαφώς και δεν τίθεται ζήτημα αντιπαράθεσης ανάμεσα στην ελευθερία του παραγωγού να διαλέξει αν θα φάει κυρίως πατάτες ή φασολάκια και στο μηχανισμό της κατανομής των αγαθών. Η στενότητα στην διαθέσιμη ποσότητα ενός αγαθού (πολύ περισσότερο αγαθών πρώτης ζήτησης, τροφίμων, ρούχων κλπ.) είναι σήμερα πολύ περισσότερο αντιμετωπίσιμη τεχνολογικά (πλην εντελώς έκτακτων τοπικά και χρονικά περιπτώσεων, όπου εκεί ακόμα και ο καπιταλισμός εφάρμοσε πρακτικές περιορισμών στην κατανάλωση, π.χ. δελτίο στα τρόφιμα σε περιπτώσεις πολέμου, εκτεταμένων φυσικών καταστροφών κλπ.). Αλλά και σε συνήθεις περιόδους, κανείς δεν υποχρεώνει τον εργαζόμενο στο σοσιαλισμό να καταναλώνει υποχρεωτικά το α’ ή το β’ αγαθό. Εδώ μιλάμε για τη δυνατότητα που του δίνει να το κάνει (αυξάνοντας διαρκώς την παραγωγικότητα) και για τον τρόπο που το κάνει, όχι μέσω αγοράς ή, τουλάχιστον με διαρκώς συρρικνούμενη μέχρις εξαλείψεως την αγορά έναντι της απευθείας πρόσβασης στα αγαθά μέσα από το δίκτυο κρατικών πρατηρίων διάθεσης).

Στο τέλος, στον alone απομένει ως βασικό επιχείρημα ο ρόλος της σχετικής αποδοχής από το χρήστη, ως προσδιοριστικό της αξίας χρήσης και, άρα, αιτία εμφάνισης ανταλλαγής. Και εδώ μπερδεύονται άσχετα πράγματα. Καταρχάς, ούτε στον καπιταλισμό το «δικαίωμα της επιλογής» είναι απεριόριστο. Δεν πάει ο καθένας στην αυτοκινητοβιομηχανία που επιθυμεί και παραγγέλλει ένα αυτοκίνητο της ειδικής του αρεσκείας, μην τρελαθούμε κιόλας. Ούτε έχει ο καθένας τη δυνατότητα να αποκτήσει ένα αυτοκίνητο. Οι καπιταλιστές, βεβαίως, προσαρμόζουν την παραγωγή τους στις τάσεις της αγοράς – τις οποίες εν πολλοίς διαμορφώνουν οι ίδιοι με τη διαφήμιση και τους μηχανισμούς διαμόρφωσης ψευδών καταναλωτικών αναγκών. Από την άλλη, βεβαίως και η σοσιαλιστική π.χ. αυτοκινητοβιομηχανία και πρέπει και μπορεί να έχει τη δυνατότητα να παράγει διάφορους τύπους οχημάτων, σε ποσότητες βασισμένες στο γενικό πλάνο που παίρνει υπόψη του σταθμισμένα το σύνολο των αναγκών (για μετακίνηση, ενεργειακή κατανάλωση, δαπάνη πρώτων υλών και εργασίας κλπ.) και βεβαίως σε μια επίσης ορθολογικά προσδιορισμένη γκάμα τεχνικών, λειτουργικών, ακόμα και αισθητικών χαρακτηριστικών. Τίποτε από όλα αυτά δεν έχει να κάνει με αγορά, ανταλλαγή κλπ. κλπ.

Αν ως τώρα η συζήτηση για το εφικτό της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής προοπτικής περιορίστηκε σε «καθαρά οικονομικούς» όρους, ο σχολιαστής «Α.Κ.» θα στρέψει την προσοχή μας στην επίδραση της συνείδησης, παράγοντα οπωσδήποτε όχι ασήμαντο. Ιδού πως:

«Η απόλυτα αταξική κοινωνία για τους μαρξιστές είναι εφικτή, για μένα όχι. Εξηγούμαι: ακόμα και αν ξεφύγεις από τις τάξεις που ορίζονται με οικονομικούς όρους και κατοχή ή όχι των μέσων παραγωγής, θα πέσεις σε άλλου είδους “τάξεις”: ποιοι θα αποφασίζουν προς τα που θα οδεύει η κοινωνία; ποιοι θα την υπερασπίζονται; ποιοι απλά θα ακολουθούν την ορισμένη από άλλους πορεία; κ.ο.κ. Ακόμα και αν αποφασίζει η πλειοψηφία, τι θα κάνεις με τη μειοψηφία; Και αυτή ένα είδος “τάξης” δεν είναι; Ας υποθέσουμε ότι αρχικά μοιράζεται ο ΠΛΟΥΤΟΣ ισόποσα, ισομερώς, δίκαια κ.ά. ας διαλέξει κανείς όποια λέξη θέλει. Ποιος θα αποφασίζει τι θα παράγουμε για να ανταπεξέλθουμε στο ελάχιστο επίπεδο αναγκών, και ποιος το όρισε αυτό το ελάχιστο επίπεδο αναγκών; Και γιατί αυτό και όχι ένα ανώτερο ή κατώτερο; Τι θα γίνει με αυτούς που δεν τους αρέσει αυτό το επίπεδο; Θα υποστούν καταπίεση; Ακόμα και αν η αρχική μοιρασιά είναι ακριβοδίκαιη, οι διαφορετικές ανάγκες, ικανότητες, οράματα, επιθυμίες, παρορμήσεις θα ωθήσουν τον κόσμο σε ανταλλαγή, παραγωγή εμπόριο κτ.λ. Τι θα κάνουμε; Θα τα σταματήσουμε;
Η θεωρία αυτή προϋποθέτει ομοιόμορφους ανθρώπους, ίδιες ανάγκες, ομοφωνία στους στόχους της κοινωνίας. Πράγματα ανέφικτα για μένα. Το κυριότερο πρόβλημα που παρουσίαζεται στην κομμουνιστική θεωρία είναι η ΈΛΕΥΘΕΡΙΑ. Οχι η ελευθερία να διαλέξω ανάμεσα σε FORD και CITROEN , αλλά την ελευθερία (ή την ψεύδαίσθησή της – το ίδιο σημαντικό) ότι ΕΓΩ κανονίζω τη ζωή μου και όχι άλλος.»


Πραγματικά, τι να πει κανείς μπροστά στην αδυναμία των αστών να σκεφθούν έστω και για λίγο «εκτός» των πλαισίων της κοινωνίας που υπερασπίζονται. Πρώτα-πρώτα δε μπορούν να συλλάβουν τι εστί «δίκαιη κατανομή». Γι αυτούς, η δικαιοσύνη είναι θέμα «εξισωτισμού», ο οποίος έρχεται σε αντίφαση με τις διαφορετικές ανάγκες των ανθρώπων. Όμως, η θεώρηση αυτή τους οδηγεί σε κραυγαλέες αντιφάσεις: αν, φίλε Α.Κ., μας «χρεώνεις» την άποψη πως η δικαιοσύνη είναι απλά η ισοκατανομή των αγαθών, τότε γιατί θα έπρεπε να μας «κόφτει» το ποιος θα αποφασίζει για τις ανάγκες; Αφού όποιες κι αν είναι, τα αγαθά θα μοιράζονται στα ίσια – έτσι δε λέτε; Ούτε καν σου περνά από τη σκέψη ότι ακριβώς «δίκαιη κατανομή» ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ η κατανομή ανάλογα με τις ανάγκες και ότι εμείς οι κομμουνιστές ΓΙΑ ΜΙΑ ΤΕΤΟΙΑ ΚΑΤΑΝΟΜΗ παλεύουμε. Και, αντίστροφα, αν «αποφαίνεσαι» ότι θα υπάρχουν πάντα «κάποιοι που θα αποφασίζουν ποιες είναι οι ανάγκες», τότε γιατί μας κατηγορείτε για «εξισωτισμό που παραγνωρίζει τις ατομικές ιδιαιτερότητες»; Ούτε που τους περνά από το μυαλό ότι το να παίρνουν τις αποφάσεις «όλοι» δε σημαίνει «κανένας», αλλά «ο καθένας», δηλαδή «όλοι εναλλάξ». Είναι η λειτουργία των μηχανισμών της εργατικής εξουσίας, του εργατικού και κοινωνικού ελέγχου στην παραγωγή που αποτελούν τη δικλείδα ώστε τα κριτήρια με τα οποία προγραμματίζεται η ποσότητα της παραγωγής και διαμορφώνεται η γκάμα των ποιοτικών της χαρακτηριστικών να τείνουν διαρκώς προς την ικανοποίηση του συνόλου των διευρυνόμενων αναγκών της κοινωνίας. Η κοινωνία, μέσα από τους θεσμούς της εργατικής εξουσίας, βρίσκεται σε συνεχή αλληλεπίδραση με το καθοδηγητικό της κέντρο, το εργατικό κράτος και το κόμμα, συμμετέχει στη διαμόρφωση του πλάνου. Όμως εδώ δε μιλάμε για το τυφλό αυθόρμητο της αγοράς. Η συζήτηση στα όργανα της εργατικής εξουσίας βασίζεται και αντανακλά (σ)τη συνειδητή θέληση να ενδυναμώνεται ο σοσιαλιστικός χαρακτήρας της οικονομίας και, προς αυτή την κατεύθυνση, οι ίδιοι οι εργαζόμενοι συνειδητά αντιλαμβάνονται τους αναγκαίους περιορισμούς. Η ελευθερία επιλογής στο σοσιαλισμό, δεν έχει σχέση με την αστική αντίληψη της ελευθερίας, την τυπική δηλαδή ευκαιρία άσκησης δικαιωμάτων που είναι ουσιαστικά αδύνατο να ασκηθούν από όλους. Η μαρξιστική αντίληψη για την ελευθερία, βλέπει ως ελεύθερο άνθρωπο (και παλεύει γι αυτόν), εκείνον που οικοδομεί τη ζωή του με συνειδητή γνώση των νομοτελειών που τη διέπουν. Η εργατική εξουσία, εκτός από τη διεύθυνση της οικονομίας, διαπαιδαγωγεί και καλλιεργεί πρότυπα και αξίες στους εργαζόμενους, πολύ διαφορετικά από τον αστικό καταναλωτισμό. Είναι εύκολο να ανακαλύπτει κανείς προβλήματα και δυσλειτουργίες, όταν έχει στο νου του τον εξατομικευμένο και αλλοτριωμένο άνθρωπο του καπιταλισμού. Η εργατική εξουσία, όμως, διαμορφώνει πρώτα-πρώτα έναν άλλο τύπο ανθρώπου – που υπεύθυνα και συνειδητά επιλέγει να σχεδιάζει το μέλλον του από κοινού με τους ομοίους του, σε κλίμα ισότητας και αλληλοσεβασμού, κατανοώντας το ρόλο του, τόσο σε σχέση με την κοινωνία, όσο και σε σχέση με τη φύση. Οι περιορισμοί, εδώ (π.χ. έστω ότι υπάρχει σχετικό έλλειμμα αυτοκινήτων σε σχέση με τον αριθμό των οικογενειακών νοικοκυριών) αντιμετωπίζονται πολυεπίπεδα: στο παράδειγμά μας π.χ., εκτός της σταδιακής αύξησης της παραγωγής αυτοκινήτων (στο βαθμό που είναι αυτό εφικτό), με κοινωνικά κριτήρια στην ιεράρχηση της πρόσβασης των πολιτών στο συγκεκριμένο αγαθό (π.χ. άλλη ανάγκη έχει μια πολύτεκνη οικογένεια, ή ένας εργαζόμενος που εργάζεται σε σχετική απόσταση από τον τόπο κατοικίας του από άλλους που δεν έχουν τις ίδιες ανάγκες), με κοινωνικές πολιτικές ανάπτυξης και δωρεάν χρήσης των υψηλής ποιότητας δικτύων μαζικών μεταφορών, με σχεδιασμό των οικιστικών και παραγωγικών μονάδων έτσι ώστε να ελαττώνεται η ανάγκη άσκοπων μετακινήσεων για εργασιακούς λόγους κλπ., αντί για τα χαώδη μεγαθήρια των καπιταλιστικών μητροπόλεων κλπ.

Για να είμαστε δίκαιοι απέναντι στην πραγματικότητα, στις σοσιαλιστικές χώρες εμφανίστηκαν όχι λίγα κι όχι ασήμαντα προβλήματα στον τομέα αυτό. Υπήρξαν σοβαρές παραβιάσεις των αρχών του σοσιαλισμού που οδήγησαν στη σταδιακή διάρρηξη των δεσμών της εργατικής τάξης με το ίδιο της το κράτος και τα όργανα εξουσίας της, καθώς διαμορφώθηκαν μέσα από το ίδιο το εσωτερικό της διευθυντικά στρώματα με ιδιαίτερα συμφέροντα που δεν επιθυμούσαν και τελικά ακύρωσαν προσωρινά την πορεία της κοινωνίας προς τα εμπρός. Ωστόσο, η βαθύτερη αιτία γι αυτή την εξέλιξη ήταν – επιστρέφω σε αυτό που έθιξα στην αρχή – η επαναφορά στον οικονομικό μηχανισμό στοιχείων της αγοράς και του κέρδους, ήδη από τη δεκαετία του ’60. Το να μη βλέπει κανείς τη σύνδεση, το να μην παρατηρεί ότι – ανεξάρτητα από λάθη, καθυστερήσεις και ανεπάρκειες – η περίοδος μέχρι τον πόλεμο (η ενδεκαετία 1945-1956 βασικά υπήρξε περίοδος ανασυγκρότησης από τις πολεμικές καταστροφές) ήταν περίοδος προώθησης και οικοδόμησης, ενώ η περίοδος από τις αρχές του ’60 μέχρι τον Γκόρμπι ήταν περίοδος οπισθοχώρησης και σταδιακής αποδόμησης του σοσιαλισμού, αυτό πια είναι εντελώς ασυγχώρητο και φανερώνει σκοπιμότητες. Το γεγονός ότι μια σειρά πλευρές της μετέπειτα πορείας είχαν τις απαρχές τους στην πρώτη περίοδο, δεν αλλάζει τη βασική εικόνα: αυτό που ξεκινά ως μια αναγκαστική επιλογή ή ως μια πρόχειρη θεωρητική λύση, ελλείψει μιας λεπτομερειακά επεξεργασμένης θεωρίας της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού, δε δικαιολογεί τη στροφή που έγινε. Αλλά γι αυτά θα πούμε μερικά πράγματα στο τελευταίο μέρος της συζήτησης.

"Ατομικιστική ψυχολογία", καπιταλισμός και σοσιαλισμός

Πέραν, όμως, της γενικόλογης κατηγορίας περί "μη παραγωγικού μοντέλου", το ιδεολογικό οπλοστάσιο της αστικής τάξης περιλαμβάνει και πιο ...ντελικάτα "όπλα", στην προσπάθειά της να αποδείξει το νομοτελειακό, τάχα, της επιστροφής στον καπιταλισμό. Μια κατεύθυνση της επιχειρηματολογίας, αφορά το "γιατί ο εργάτης δεν έχει λόγο να θέλει το σοσιαλισμό". Ο "Α.Κ." γράφει, σχετικά:

"...Δεν μπορούν όλοι να γίνουν επιχειρηματίες. Απλό και κατανοητό. Προέρχεται από τη διαφορά των ανθρώπινων δυνατοτήτων. Δεν είμαστε όλοι ίδιοι [...] Το σύστημα δουλεύει στην εντέλεια: σου λέει δούλεψε και θα γίνεις και συ πλούσιος. Μην υποτιμάμε καθόλου την υπόγεια δύναμη που ασκεί το αμερικανικό όνειρο σε όλες τις δυτικές κοινωνίες."


και ακόμα: "Ο άνθρωπος είναι από τη φύση του “λάτρης της βέλτιστης λύσης που βρίσκεται εκείνη την ώρα μπροστά του”. Με απλά λόγια, “καλά είμαι τώρα εργάτης έστω και κακοπληρωμένος. Που να τρέχω να εξεγείρομαι τώρα για κάτι αβέβαιο!"

Σαφώς και δε μπορούν όλοι να είναι επιχειρηματίες. Καθόλου δε διαφωνούμε σ'αυτό, το αντίθετο μάλιστα. Χωρίς εκμετάλλευση ζωντανής εργασίας και μάλιστα σε διαρκώς διευρυνόμενη κλίμακα (νόμος της διευρυμένης αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου), το κεφάλαιο δε μπορεί να κυκλοφορήσει παραγωγικά, δηλαδή κερδοφόρα. Ακριβέστερα, δε μπορεί καν να κυκλοφορήσει με τη μορφή της απλής εμπορευματικής παραγωγής αξιών και αγαθών. Δυστυχώς, όμως, για τους ιδεολόγους του συστήματος, το αντίθετο είναι ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΕΦΙΚΤΟ. Οι εργάτες και η κοινωνία μπορούν να τα βγάλουν πέρα μια χαρά χωρίς καπιταλιστές. Στο πρώτο μέρος της συζήτησης, το ζήτημα αυτό αποδείχθηκε θεωρητικά, με βάση την ίδια τη φύση της ανθρώπινης εργασίας. Στις παραγράφους που προηγήθηκαν, αποδείχθηκε και ιστορικά-πρακτικά και μάλιστα με πληθώρα στοιχείων.

Επίσης, ουδείς αρνείται την διαβρωτική δύναμη των ιδεολογικών μηχανισμών του κεφαλαίου. Το αμερικάνικο όνειρο έχει επίδραση, αναμφιβήτητα, αλλά αυτή καθίσταται πολιτικά σημαντική σε περιόδους “παχέων αγελάδων”. Στις σημερινές συνθήκες, αμφιβάλλω αν οι νεόπτωχοι του Παρισιού και οι καταχρεωκοπημένες οικογένειες και μικρομάγαζα ονειρεύονται να γίνουν μονοπώλια. Μάλλον να γλυτώσουν το φαλιμέντο ονειρεύονται και δεν τους προκύπτει κιόλας. Αν μιλάμε για την περίοδο του μεταπολεμικού κράτους πρόνοιας στην Δ. Ευρώπη και τις αυταπάτες που γέννησε, θα πρέπει να συμφωνήσουμε ότι αυτή η εξέλιξη απεικόνιζε μάλλον μια σταθεροποίηση ενός διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων (όχι εντελώς αναπόφευκτη εδώ που τα λέμε) που “μπλόκαρε” την ταξική πάλη στις χώρες αυτές και όχι ένα νομοτελειακό γεγονός. Από την άλλη, στις περιόδους κρίσης, όπως η σημερινή, η όξυνση των φαινομένων σχετικής (αλλά και απόλυτης κάποιες φορές) εξαθλίωσης της εργατικής τάξης γεννά, οπωσδήποτε αντιφατικές συμπεριφορές: ριζοσπαστισμό αλλά και ενσωμάτωση. Ωστόσο, κανείς να μην ξεχνά ότι το “κομμουνιστικό μανιφέστο” μιλά για “προλετάριους που δεν έχουν να χάσουν τίποτε εκτός από τις αλυσσίδες τους”. “Ευτυχώς” ο καπιταλισμός φροντίζει να γεννά καθημερινά εκατομμύρια προλετάριους που, μέρα με την ημέρα, προσεγγίζουν ξανά αυτή την κατάσταση...


Στη συνέχεια, βέβαια, επιστρατεύονται και οι πιο βαθιές «ψυχολογικές» ερμηνείες:

"Όταν κάτι δεν είναι ιδιοκτησία σου, και αναφέρομαι σε υλικά πράγματα, δεν σε ενδιαφέρει σταθερά, συνεχόμενα και σοβαρά η πορεία του. Μία επιχείρηση που ανήκει στο απρόσωπο κράτος και διοικείται από έναν διορισμένο διευθυντή δεν αποδίδει. Το έγραψα και σε άλλο σχόλιο: ο καπιταλισμός χρησιμοποιεί ευφυέστατα προς όφελός του τα δύο ισχυρότερα ανθρώπινα ελαττώματα: ΕΓΩΙΣΜΟΣ και ΠΛΕΟΝΕΞΙΑ. ΕΓΩ θέλω να είμαι καλύτερος, ΕΓΩ θέλω να είμαι πρώτος, ΕΓΩ τα θέλω όλα κτλ. […] Οι μαρξιστές υποστηρίζουν ότι ο άνθρωπος δεν είναι εγωιστής και πλεονέκτης αλλά τον μετατρέπει σε τέτοιο ο καπιταλισμός. Εγώ λέω ότι είναι στη φύση μας. Ας δούμε την ιστορία του ανθρωπίνου είδους πριν τον 16ο ή 17ο αιώνα που δεν υπήρχαν καπιταλιστικές σχέσεις. Ισχυρίζομαι πως ο άνθρωπος ήταν περισσότερο κακός παρά καλός. Ο πρώτος καταγεγραμμένος πόλεμος στην ανθρώπινη ιστορία έγινε το 6000 π.Χ. με την εισβολή του βασιλιά Ακκάδ (ή κάπως έτσι) σε κάποια περιοχή της βόρειας Μεσοποταμίας, στα βουνά του Ταύρου, για την ξυλεία!!! Καπιταλιστικές σχέσεις; Όχι βέβαια. Τότε γιατί; Γιατί υπήρξε η ΑΝΑΓΚΗ και γιατί η ΕΞΟΥΣΙΑ μπόρεσε να τον κινητοποιήσει." 

Πρώτα-πρώτα, δεν είναι καλό να διαστρεβλώνει κανείς τη θέση του συνομιλητή του. Οι μαρξιστές δεν λένε ότι τον άνθρωπο τον κάνει εγωιστή και πλεονέκτη ο καπιταλισμός μόνο, ΑΛΛΑ η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο στο σύνολο των μορφών της, δηλαδή βασικά η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής που είναι το κοινό οικονομικό γνώρισμα που συνδέει ΣΧΕΔΟΝ ΟΛΟΥΣ τους εκμεταλλευτικούς κοινωνικούς σχηματισμούς, από τη δουλοκτησία μέχρι τον καπιταλισμό, με εξαίρεση τον ασιατικό τρόπο παραγωγής, που η εκμετάλλευση προερχόταν βασικά από τη θέση των αξιωματούχων στο γραφειοκρατικό κρατικό μηχανισμό των ασιατικών αυτοκρατοριών. Ο πόλεμος του βασιλιά Ακκάδ και ο πόλεμος του Μπους στο Ιράκ, αν και απέχουν χρονικά πάνω από 8000 χρόνια έχουν αυτήν ακριβώς την κοινή αφετηρία: επιβλήθηκαν ως ανάγκη διατήρησης και αναπαραγωγής όχι γενικά και αόριστα της «κοινωνίας», αλλά συγκεκριμένων ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΩΝ κοινωνικών δομών. 

Έτσι, όλα αυτά τα περί “έμφυτου εγωισμού”, “έμφυτης πλεονεξίας” και “έμφυτης ανταγωνιστικότητας” δεν είναι τίποτε άλλο από την απολογητική της ίδιας της ύπαρξης του συστήματος της εκμετάλευσης. Σε μια ταξική κοινωνία, κοινωνία ατομικής ιδιοκτησίας τα στοιχεία αυτά έχουν ΥΛΙΚΗ, αντικειμενική βάση. Η βάση αυτή συνίσταται στο ότι η άνιση κατανομή του πλούτου, ως αποτέλεσμα της ταξικής ανισότητας, γεννά ανισομετρίες στην ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών. Κάποιοι μπορούν να ικανοποιούν όλες τους τις ανάγκες σε βαθμό που να πρέπει να “επινοούν” και νέες “ανάγκες”, βίτσια κλπ. την ίδια στιγμή που η μάζα του λαού ικανοποιεί από ένα κλάσμα των αναγκών της (στην καλύτερη περίπτωση) έως σχεδόν τίποτε. Γι αυτό και εμείς οι κομμουνιστές δεν είμαστε αναρχικοί. Γιατί δεν πιστεύουμε ότι είναι “ηθικό” ή “θέλησης” το ζήτημα της αταξικής κοινωνίας (όπως πίστευαν όλοι οι θεωρητικοί του αναρχισμού, από τον Προυντόν μέχρι τον Μπακούνιν), αλλά πρωτίστως υλικό, οικονομικής βάσης. Μια κοινωνία με πλήρη κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής θα έχει κάνει το αποφασιστικό βήμα για το ξερίζωμα του εγωισμού και του ατομικισμού, διότι δε θα υπάρχει λόγος να υπάρχουν τέτοιες συμπεριφορές, μιας και η οικονομική δομή θα ικανοποιεί με συνεχώς αυξανόμενο ρυθμό τις ανάγκες όλων των ανθρώπων.