Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2013

"Αντιμιλιταρισμός", το "αριστερό" προσωπείο του ευρωατλαντισμού...


Ορισμένες φορές, διαβάζοντας διαδικτυακές συζητήσεις μου έρχονται έντονα στο μυαλό τα λόγια του Μπρεχτ. Στις «Ιστορίες του κ. Κόϋνερ» ο μεγάλος μαρξιστής-λενινιστής διανοούμενος βάζει τον ήρωά του να λέει: «Να ακριβώς γιατί πρέπει να καταπολεμούμε τη βλακεία. Γιατί μετατρέπει σε βλάκες όσους τη συναντούν». Κι επειδή, σας ομολογώ, αξιολογώ ως έναν από τους μεγαλύτερους κινδύνους το να μας αντιμετωπίζει ο αντίπαλος σα βλάκες, όχι αυταπατώμενος, αλλά δυστυχώς επειδή εμείς θα λειτουργούμε ως τέτοιοι, νομίζω ότι δεν είναι άσκοπο να καταθέσω έναν προβληματισμό προκειμένου να συμβάλλω με τις όποιες μικρές μου δυνάμεις ώστε να κατανοείται – από εχθρούς, φίλους και «φίλους» – η αλήθεια όπως είναι και όχι όπως πλασάρεται από τα «εναλλακτικά» κέντρα του συστήματος.

Αναφέρομαι στη συζήτηση (που, με ανησυχία διαπιστώνω ότι έχει έναν λίγο-πολύ «διαχρονικό» χαρακτήρα) σχετικά με το αν είναι ή όχι προοδευτική η τάση επέκτασης του επαγγελματικού στρατού σε σχέση με τον «παραδοσιακό» στρατό των κληρωτών που βασίζεται στην υποχρεωτική στράτευση. Στις αράδες που ακολουθούν κατέβαλα προσπάθεια να σχολιάσω απόψεις και όχι πρόσωπα και γι αυτό απέφυγα παραπομπές σε συγκεκριμένες διαδικτυακές συζητήσεις. Κράτησα μόνο (σε εισαγωγικά) για την ανάγκη του σχολιασμού, ορισμένες χαρακτηριστικές απόψεις που σταχυολόγησα σε πολυάριθμες τέτοιες συζητήσεις.

1. Υπάρχει μια – το λιγότερο βλακώδης – «μεθοδολογική» αφετηρία στη συζήτηση από τη λεγόμενη «αντιμιλιταριστική και αντιεξουσιαστική πτέρυγα της αριστεράς», η οποία προκειμένου να συγκαλύψει την ουσία του θέματος επιτίθεται στη «λαγνεία του μιλιταρισμού» που χαρακτηρίζει την κομμουνιστική αριστερά με «επιχείρημα» ότι υποτιμά το ρόλο των ταξικών συσχετισμών δύναμης και τη δυνατότητα της εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων να υποχρεώνουν το κράτος και το κεφάλαιο σε υποχωρήσεις. «Κατασκευάζεται» έτσι από το πουθενά ένα «δίλημμα»: «γιατί να θεωρήσουμε την τάση ενίσχυσης των μισθοφορικών και επαγγελματικών στρατών ως στοιχείο του αστικού σχεδιασμού και όχι ως αποτέλεσμα της ταξικής πάλης, στοιχείο υποχώρησης απέναντι στην αυξανόμενη άρνηση από πλευράς της νεολαίας και των λαϊκών τάξεων να δεχθούν τη λογική της στρατοκρατικής πειθαρχίας;».

Αφήνω κατά μέρος τα θεωρητικά φληναφήματα περί της «ταξικής πάλης ως μόνου υποκειμένου της Ιστορίας» και τα ρέστα, διότι απλώς είναι εκτός θέματος. Ουδείς υποστήριξε ότι το κεφάλαιο δεν παίρνει υπόψη στους σχεδιασμούς του τον ταξικό συσχετισμό δύναμης. Με αυτή την έννοια, οτιδήποτε κάνει το κεφάλαιο, οτιδήποτε σχεδιάζει, το σύνολο των επιλογών του – τοποθετημένων στον ιστορικό τόπο και χρόνο – είναι εξαρχής διαμορφωμένο και με βάση την δύναμη των «από κάτω» και το πόσο αυτή λαμβάνεται υπόψη. Φυσικά, οι αφελείς – για να μην πω τίποτε χειρότερο – «αντιμιλιταριστές» μας που αρέσκονται σε γενικόλογες θεωρητικού χαρακτήρα τοποθετήσεις κενές συγκεκριμένου περιεχομένου, δεν κατάφεραν εδώ ούτε καν στη γενική θεωρία να πάρουν «προβιβάσιμο βαθμό»: αγαπητοί μου, αν το κεφάλαιο είναι κοινωνική σχέση αυτό δε σημαίνει ότι είναι και μια σχέση χωρίς αντιφάσεις εσωτερικές. Δε μπορεί να είμαστε τόσο «παρατηρητικοί» π.χ. για το ρόλο της ταξικής πάλης από τη μια και τόσο «μύωπες» για το ρόλο των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων από την άλλη, εκτός κι αν η «αβλεψία» δεν είναι προϊόν σύγχυσης, αλλά πολιτικής άποψης. Επομένως, το φοβερό και τρομερό «δίλημμα» στο οποίο αναφέρθηκα παραπάνω («υποχώρηση ή σχέδιο του κεφαλαίου») υπάρχει μόνο στη φαντασία όσων το θέτουν. Στον αντίποδα αυτών των ανοησιών, η πραγματικότητα λέει ότι ακόμα και όταν υποχωρεί το κεφάλαιο, προφανώς το κάνει βάσει ενός ταξικού «σχεδίου», όπως π.χ. ήταν το κράτος πρόνοιας στον μεταπολεμικό δυτικό κόσμο μέχρι τις αρχές του ’70 και, αντίστροφα, ακόμα και τα «επιθετικά» σχέδια του κεφαλαίου δεν είναι (κι ούτε υπήρξαν ποτέ) άσχετα με το επίπεδο ανάπτυξης της ταξικής πάλης από τη μια και το βαθμό όξυνσης των αντιθέσεων στο ίδιο το αστικό στρατόπεδο (οικονομική κρίση, ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις κλπ.) από την άλλη.

2. Πάμε, λοιπόν, στην ουσία της συζήτησης. Για τους «αντιμιλιταριστές» μας, η τάση μετατόπισης του βάρους προς τον επαγγελματικό στρατό είναι «εξωτερική, αθέλητη και αντικειμενικά αμφισβητησιακή» προς τα αστικά κράτη και συνίσταται στη «μαζική έξοδο των εργαζομένων και της νεολαίας από την καπιταλιστική πειθαρχία» και την «απροθυμία μεγάλων μαζών νέων να υπηρετήσουν στον αστικό στρατό». Παραβλέπω την έντονη επιθυμία που νιώθω για να ξεσπάσω σε βροντερά γέλια διαβάζοντας τα παραπάνω, επιθυμία που συνδυάστηκε με τη, μάλλον απαισιόδοξη, σκέψη ότι αν βασίσουμε τις ελπίδες μας για την τελική νίκη σε τέτοιες ιδέες, τότε το σύστημα έχει ακόμα πολλά ψωμιά να φάει και, δυστυχώς, όλοι οφείλουμε να θυμόμαστε ότι το εναλλακτικό σενάριο στον καπιταλισμό δεν είναι μονοσήμαντα ο σοσιαλισμός, αλλά υπάρχει και η βαρβαρότητα. Ας είναι. Ας υποθέσουμε, προς στιγμήν, ότι είναι έτσι όπως τα λένε οι φίλοι μας, ότι δηλαδή όντως μεγάλες μάζες εργαζομένων και νεολαίας αμφισβητούν έμπρακτα πλέον την καπιταλιστική πειθαρχία και την «κοινωνία-εργοστάσιο-στρατόπεδο». Δε μπορώ να μην επισημάνω, καταρχάς, ότι όλοι αυτοί, πιθανότατα, ούτε καν απέξω δεν έχουν περάσει από σύγχρονο καπιταλιστικό εργοστάσιο διότι τότε δε θα μας «πυροβολούσαν» με ηλιθιότητες του τύπου «εργατικά σαμποτάζ» και «λούφα στη δουλειά». Μα καλά, σε ποιον πλανήτη ζω εγώ που δουλεύοντας 3 χρόνια σε εργοστάσιο, στην ολίγον «Βαλκανική» Ελλάδα (ούτε καν στην über alles Γερμανία) δε διαπίστωσα τίποτε άλλο από «πειθαρχία» και «εργατικότητα» – αν μπορούσαν οι εργάτες, ας έκαναν κι αλλιώς, απ’έξω οι άνεργοι περιμένουν κατά χιλιάδες και το συνδικάτο ή δεν υπάρχει, ή είναι εργοδοτικό – εφεδρικός στρατός λέγεται αυτό παιδιά που σας αρέσει ο Μαρξ και η θεωρία του, την οποία όμως ουδέποτε κατανοήσατε πέρα από τα βιβλία...

3. Συνεχίζοντας όμως λίγο ακόμα τη σκέψη των φίλων μας, το αδιέξοδο γίνεται απροκάλυπτο. Πράγματι, είναι δύσκολο να καταλάβουν τα φτωχά μυαλά μας – βοηθήστε μας, ω μεγάλοι φωστήρες της «αντιμιλιταριστικής» σκέψης – πως είναι δυνατόν το κεφάλαιο να «προσαρμόζεται» στο θέμα του στρατού (προφανώς φοβούμενο την έξαρση της «αντιμιλιταριστικής» συνείδησης των μαζών) και, ταυτόχρονα, να μην αισθάνεται την ανάγκη να «προσαρμοστεί», εξαιτίας αντίστοιχων φόβων, πουθενά αλλού!!! Τι συνέβη κύριοι, εξηγήστε μας: μόνο στο θέμα του στρατού προχώρησε η συνείδηση των εργαζομένων και της νεολαίας και όχι, π.χ. στο θέμα των μισθών, της ασφάλισης, των εργασιακών σχέσεων, του πολιτισμού κλπ. κλπ.; Γιατί, κατά τα άλλα, η κίνηση που βιώνουν οι εργαζόμενοι και η νεολαία στο πετσί τους (αλήθεια, εσείς το βιώνετε ή μιλάτε εκ του ασφαλούς;) δεν είναι «ελιγμοί» ή «προσαρμογές», αλλά ευθεία επίθεση στα δικαιώματα και τις κατακτήσεις τους. Επίθεση η οποία δε θα μπορούσε να έχει πάρει τέτοια έκταση αν οι δυνάμεις του κεφαλαίου δεν έβρισκαν πιστούς και αφοσιωμένους «συμμάχους» στα πρόσωπα των ηγεσιών του συνδικαλιστικού κινήματος (στην πλειοψηφία τους, αν μιλάμε για τις «αναπτυγμένες χώρες») και ορισμένων «αριστερών» δυνάμεων που είναι πρόθυμες να συνθηκολογήσουν, πάντα στο όνομα της «δημοκρατίας» και των «ανθρώπινων δικαιωμάτων», με κάθε βρόμικη ιμπεριαλιστική επίθεση κατά των λαών.

4. Αλλά μήπως τουλάχιστον έχουν κάποιο δίκιο οι φίλτατοι «αντιμιλιταριστές» όταν λένε ότι η λούφα και το σαμποτάζ είναι έμβρυα της ταξικής συνείδησης; Εντάξει, αν ζούσαμε στην εποχή που ο Εμίλ Ζολά έγραφε το «Ζερμινάλ», στα μέσα του 19ου αιώνα, ίσως. Αλλά το να ισχυρίζεται κανείς στα σοβαρά ότι στον 21ο αιώνα, μετά από μια ολόκληρη εποποιία πολιτικών αγώνων της εργατικής τάξης για τη δική της εξουσία, για την οικοδόμηση της δικής της κοινωνίας (άσχετα από την προσωρινή ήττα, η πείρα δεν χάνεται...), με τις σημαίες της δικής της κοσμοθεωρίας, η «λούφα» και η αδιαφορία για τις μηχανές (αυτά είναι τα «σαμποτάζ» στα οποία αναφέρονται, γιατί δε νομίζω η ονείρωξή τους να φτάνει στο σημείο να βλέπει μαζικά οργανωμένες και σχεδιασμένες τέτοιες ενέργειες) είναι μορφές ανάπτυξης της ταξικής συνείδησης τις οποίες το εργατικό κίνημα θα πρέπει να ενθαρρύνει – σε αντιπαράθεση μάλιστα με τις λογικές της «ηρωικής στράτευσης» τις οποίες προφανώς ο «αντιμιλιταριστής» μας όπως και κάθε μικροαστούλης που φοβάται να ξεμυτίσει από το καβούκι του και που η μαγκιά του απέναντι στην εργοδοσία και το κράτος φτάνει ίσαμε το να λουφάρει κανα τεταρτάκι από τη δουλειά ή το να πλαστογραφεί «τρελόχαρτα» για να μην υπηρετήσει, θεωρεί «ξεπερασμένες» και «αναχρονιστικές» – αυτό πια λέγεται μόνο με ένα όνομα: υποχώρηση στο κεφάλαιο και στην ιδεολογική του πίεση, μικροαστικός τρόμος μπροστά στις απαιτήσεις της ταξικής πάλης, πανικός και φυγή από τη σκληρή πραγματικότητα του σκληρού καθήκοντος να διαμορφώνεις συνειδήσεις επαναστατών και όχι «επαναστατημένων», έτοιμων να κουραστούν και να «λουφάξουν» στην πρώτη καμπή της ιστορίας.

Όσο για τις λοιδορίες ορισμένων αφηνιασμένων «αντιμιλιταριστών» περί «ελληνικής λεβεντιάς» (ειρωνική αναφορά στη στάση των αγωνιστών του κινήματος που βρέθηκαν στις τάξεις του μοναρχοφασιστικού στρατού στον εμφύλιο ή λίγο αργότερα) θέλει πολύ θράσος να χλευάζεις τους ήρωες του λαϊκού κινήματος που δε λύγισαν στα στρατοδικεία, στα εκτελεστικά αποσπάσματα, στα ξερονήσια και πολέμησαν με το όπλο στο χέρι για λευτεριά, ανεξαρτησία και λαϊκή εξουσία, την ίδια στιγμή που «χαϊδεύεις» τους «ήρωες» της λούφας και των «τρελόχαρτων». Γιατί, αν εσένα φίλε «αντιμιλιταριστή» σου φαίνεται (ειρωνικά) «ελληνική λεβεντιά» ο δρόμος του συλλογικού αγώνα, εμένα μου φαίνεται «τζάμπα μαγκιά» το τρελόχαρτο και ειδικά σήμερα που οι καπιταλιστές, για λόγους που θα εξηγήσω παρακάτω, έχουν αφήσει «λάσκα τα λουριά». Και δεν πιστεύω να επιμένεις ότι ο στρατός – ο ελληνικός εννοώ – είναι ο ίδιος που ήταν 30 χρόνια πριν, όχι φυσικά γιατί έγιναν «καλοί» οι αστοί, αλλά γιατί άλλαξαν οι ανάγκες και οι προτεραιότητές τους. Κι ούτε μπορώ να δεχθώ την ανιστόρητη εκτίμηση ότι το κίνημα της γενιάς του Πολυτεχνείου ή του Μάη του ’68 ή του παγκόσμιου αντιπολεμικού κινήματος (αντι-Βιετνάμ κλπ.) λ.χ. ήταν πιο «κάτω» από ό,τι σήμερα. Σε τελευταία ανάλυση, η ιστορία έχει βγάλει το αμετάκλητο πόρισμά της: αγαπητοί «αντιμιλιταριστές» κάθε απόχρωσης, μάθετε επιτέλους ότι όπου το κίνημα έχει κάνει όντως βήματα, εκεί που η ταξική πάλη είναι πραγματικά και όχι εικονικά (όπως στα κεφάλια σας) σε άνοδο, είναι εκεί που οι εργαζόμενοι και η νεολαία ακολούθησαν – και στο βαθμό που ακολούθησαν – το δρόμο της λεβεντιάς (χωρίς τα υποτιμητικά εισαγωγικά των ανόητων «αριστερών» κολαούζων του συστήματος), του συλλογικού αγώνα, της συνειδητής στράτευσης, με δυο λόγια: της συνειδητής, πολιτικοποιημένης ταξικής πάλης, της πάλης που κατευθύνεται με συνέπεια ενάντια στον ιμπεριαλισμό και στην εξουσία των μονοπωλίων, όπως κι αν αυτή εκφράζεται σε κάθε χώρα.

5. Πέραν, όμως, από όλα αυτά, εξακολουθεί να παραμένει αναπάντητο το ουσιαστικό ερώτημα: τι πραγματικά βρίσκεται πίσω από την τάση των ιμπεριαλιστών και των διαφόρων τσιρακιών τους ανά τον κόσμο, να προωθούν τη λογική του επαγγελματικού στρατού; Και γιατί, παράλληλα, ο «συνήθης», «υποχρεωτικός» στρατός παντού – πλην συγκεκριμένων εξαιρέσεων για ειδικούς λόγους π.χ. Ισραήλ – υποβαθμίζεται επιχειρησιακά πίσω από ένα φερετζέ «εκδημοκρατισμού»; Θα μπορούσε κανείς να αναφερθεί σε πολλές επιμέρους πλευρές, όπως η ανάπτυξη νέων, σύγχρονων οπλικών συστημάτων που αλλάζουν τη φιλοσοφία του πολέμου και τροποποιούν τους όρους του (αυξημένη εμπλοκή της επιστήμης στα οπλικά συστήματα, αναβάθμιση της αεροπορίας και του πυροβολικού μεγάλου βεληνεκούς π.χ. πύραυλοι, εκτίναξη του εξοπλιστικού κόστους και του κόστους διατήρησης του προσωπικού σε διαρκή επιχειρησιακή ετοιμότητα κλπ.), η διόγκωση του οικονομικού βάρους του στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος και των μονοπωλίων όπλων (Lockheed, Dassault κλπ.) και η συνακόλουθη αύξηση του βαθμού απευθείας εμπλοκής του στην άσκηση της κυβερνητικής πολιτικής των ιμπεριαλιστικών χωρών (μετακυλίωντας οπωσδήποτε ένα μέρος αυτής της εμπλοκής και στις υπόλοιπες, μικρότερες και ασθενέστερες χώρες). Όλα αυτά, όμως, δεν είναι παρά διαφορετικές όψεις μια ενιαίας πραγματικότητας, που πρέπει να ειπωθεί με το όνομά της: η όξυνση της καπιταλιστικής κρίσης και των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, σε συνδυασμό με την υποχώρηση του επαναστατικού κινήματος και τις ανατροπές στον πρώην σοσιαλιστικό κόσμο. Η πραγματικότητα αυτή έχει πυροδοτήσει μιαν απότομη όξυνση όλων των αντιθέσεων του ιμπεριαλιστικού μπλοκ και η πάλη για το «ξαναμοίρασμα» του κόσμου έχει αρχίσει. Ο Λένιν μας διδάσκει ότι ο πιο σίγουρος τρόπος αναδιανομής είναι ένας: ο πόλεμος και το «επίσημο» όνομά του στην εποχή μας είναι «Νέα Τάξη Πραγμάτων». Είναι η αμφισβήτηση κάθε έννοιας διεθνούς δικαίου – όπως κατοχυρώθηκε ως συσχετισμός ταξικών και πολιτικών δυνάμεων σε προηγούμενες δεκαετίες – κάθε έννοιας εθνικής κυριαρχίας και ανεξαρτησίας στο βαθμό που ο αντιφασιστικός και αντιιμπεριαλιστικός-αντιαποικιοκρατικός αγώνας των λαών την είχε διεκδικήσει ή/και επιβάλλει, η ακόμα και τυπική άρνηση του στοιχειώδους δικαιώματος των κατ’όνομα, έστω, κυριαρχικών δικαιωμάτων χωρών.

Μια τέτοια πολιτική, απόλυτο «προϊόν» της αντιδραστικής φύσης του ιμπεριαλισμού, της στροφής του στην πολιτική αντίδραση σε όλη τη γραμμή, απαιτεί και την αντίστοιχη υλικοτεχνική υποδομή και αυτή δεν είναι άλλη από τη νέα δομή του ΝΑΤΟ και των ιμπεριαλιστικών στρατών, αλλά και – στο μέτρο της συμμετοχής τους – και των υπόλοιπων χωρών που χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερες ή μικρότερες εξαρτήσεις από τις πρώτες. Η ιμπεριαλιστική επεμβατική λογική του «προληπτικού χτυπήματος» είναι αυτή που απαιτεί στρατό «ευέλικτο», υψηλής επιχειρησιακής ετοιμότητας ανά πάσα στιγμή και κυρίως, αποσυνδεδεμένο πλήρως από το λαό, ξένο σώμα από αυτόν, χωρίς ούτε καν την επίφαση σύνδεσής του με την παραδοσιακή αστικοδημοκρατική αντίληψη για το στράτευμα, όπως αυτή διαμορφώθηκε στα χρόνια της αστικής επανάστασης στην Ευρώπη – ο στρατός, φρουρός των συνόρων και της «εθνικής κυριαρχίας», δηλαδή της εθνικής αγοράς που είχαν ανάγκη οι καπιταλιστές στην αυγή της ανάπτυξής τους. Βέβαια, ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα, οι στρατοί των ιμπεριαλιστικών εθνών είχαν ήδη απομακρυνθεί από αυτή την παράδοση – στη βάση και των αναγκών υποστήριξης της αποικιοκρατίας. Ωστόσο, ο λίγο-πολύ παλλαϊκός χαρακτήρας που πήρε ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος, ειδικά στην Ευρώπη, ανέκοψε σε κάποιο βαθμό και επιβράδυνε την πορεία αυτή, σε συνδυασμό και με την άνοδο του σοσιαλισμού στην Αν. Ευρώπη και την πορεία του Ψυχρού Πολέμου. Δεν είναι τυχαίο ότι η λογική του επαγγελματικού στρατού άρχισε να καθιερώνεται και να εδραιώνεται στη χώρα που λιγότερο από όλες ενεπλάκη στον πόλεμο, στις ΗΠΑ – ως ένα βαθμό και λόγω του ρόλου τους στο ιμπεριαλιστικό μπλοκ μετά από αυτόν. Η τάση αυτή, βέβαια, πάει παράλληλα με την τάση επιχειρησιακής και γενικότερης υποβάθμισης του παραδοσιακού στρατού των «κληρωτών», οι οποίοι όλο και περισσότερο αναλαμβάνουν τις ρουτινιάρικες δουλειές υποδομών και φύλαξης, εφοδιασμού, μετόπισθεν κλπ – που προφανώς απαιτούν μικρότερο αριθμό οπλιτών και συγκριτικά χαμηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης και ετοιμότητας, δηλαδή φτηνότερο για να μιλάμε στην ουσία. Μια ουσία που, φυσικά, «επενδύθηκε» με τον ανάλογο ιδεολογικό μανδύα του «εκδημοκρατισμού», της «κοινωνικής αποστολής του στρατού» (βλ. θεομηνίες, συγκαλυμμένος ή και ανοιχτός κάποτε-κάποτε απεργοσπαστικός μηχανισμός κλπ.) και της μείωσης της θητείας.

Όλα αυτά, βέβαια, σαν αιτήματα υπήρχαν και από πλευράς λαϊκού κινήματος. Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι η ακριβώς αντίθετη από αυτό που περιγράφουν οι διάφοροι «αντιμιλιταριστές»: δεν είναι η απαίτηση των λαϊκών μαζών που ανάγκασε τον ιμπεριαλισμό σε «προσαρμογή», είναι η ίδια η όξυνση της επιθετικότητάς του που τον καθοδήγησε στο να αξιοποιήσει προπαγανδιστικά ορισμένα δημοκρατικά αιτήματα για να επενδύσει ιδεολογικά την επιλογή του. Και μάλιστα, για να είμαστε ακριβείς, αξιοποίησε εκείνα τα αιτήματα που ήταν κατεξοχήν διαβρωμένα από τις πασιφιστικές, αναθεωρητικές αυταπάτες περί ειρηνικής συνύπαρξης και μονομερούς αφοπλισμού. Όσο για το που οδήγησαν αυτές οι αυταπάτες, αρκεί να αντιτάξουμε στις ηλιθιότητες των απανταχού «αντιμιλιταριστών» (που ξιφουλκούν κατά των «μιλιταριστικών προτύπων πολιτικής στράτευσης») τους στίχους του παλιού, αγαπημένου τραγουδιού «αχ, η δύναμη βγαίνει απ’τις γροθιές κι όχι από πρόσωπα καλωσυνάτα» και την πικρή, μα τόσο πικρή πείρα που τους ενέπνευσε (Χιλή, 1973). Παρεμπιπτόντως, ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας, η γενική αυτή τάση συμπληρώνεται και με ορισμένα, «ειδικά» χαρακτηριστικά: η επιλογή της ενσωμάτωσης της χώρας στις δομές της ΕΟΚ-ΕΕ σε συνδυασμό με την σταθεροποίηση του συστήματος στα τέλη της δεκαετίας του ’70 που έδωσε τη δυνατότητα να εφαρμοστεί το εγχείρημα της α-λα-ΠΑΣΟΚ ενσωμάτωσης του λαϊκού κινήματος στο σύστημα, χρειάστηκε να παραλληλιστεί με έναν ορισμένο «εκδημοκρατισμό» του στρατού, καθώς πια τα ακραία, αντιδραστικά και φασιστικά στοιχεία δεν ήταν απαραίτητο πια να είναι και κυρίαρχα. Το πόσο κίβδηλος ήταν ο εκδημοκρατισμός αυτός αποτυπώνεται θεσμικά με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο στη συνταγματική απαίτηση για απαγόρευση της πολιτικής δράσης στο στράτευμα που στρέφεται αποκλειστικά και ευθέως κατά της αριστεράς και του ΚΚΕ. Στη δεκαετία του ’90, το βάθεμα της ενσωμάτωσης στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς και η ενίσχυση των κοσμοπολίτικων τάσεων του ελληνικού κεφαλαίου οδήγησαν τη διαδικασία αυτή στη σημερινή φάση των σταδιακών μειώσεων της θητείας και στην ανάπτυξη ελληνικών μισθοφορικών μονάδων (ΕΠΟΠ κλπ.) ενταγμένων στα αντίστοιχα ΝΑΤΟικά πλαίσια.

6. Τα πράγματα γίνονται πιο σοβαρά, όμως, στη συνέχεια. Δεν τους έφτανε των διαφόρων «αντιμιλιταριστικών» καλόπαιδων η σωρεία ασυναρτησιών και οι αήθεις χλευασμοί απέναντι στην ιστορία του λαϊκού κινήματος, έχουν βαλθεί να δώσουν και «συμβουλές» και μάλιστα, άκουσον-άκουσον, από τη σκοπιά της «κομμουνιστικής πρακτικής»!!! Και τι προτείνουν; Απολαύστε τους: «καθήκον των κομμουνιστών είναι να καλύψουν και να ενθαρρύνουν την έξοδο των νέων από την καπιταλιστική και τη μιλιταριστική πειθαρχία. Ο τυχόν σχηματισμός μισθοφορικού στρατού δεν είναι φυσικά κάτι που επιθυμούμε ως τέτοιο, αλλά είναι μια παράπλευρη απώλεια που είμαστε διατεθειμένοι να ανεχτούμε -μέχρι να βρούμε τρόπο να την καταπολεμήσουμε και αυτή. Δηλαδή να αφήσουμε το κεφάλαιο να ολοκληρώσει τον ελιγμό του, να πάει σε αυτό το νέο έδαφος, να το φτάσουμε και να το αντιπαλέψουμε και εκεί». Ώστε «παράπλευρη απώλεια που είμαστε διατεθειμένοι να ανεχτούμε», ο μισθοφορικός στρατός κύριοι!!! Δηλαδή, ούτε λίγο-ούτε πολύ μας λένε να χειροκροτήσουμε τη μείωση της θητείας που προώθησαν και ενδεχομένως θα προωθήσουν και πάλι οι ΝΔ-ΠΑΣΟΚ και να «ανεχτούμε» τους ΕΠΟΠ, ΕΠΥ κλπ. που θα στελεχώσουν τις διάφορες δυνάμεις ταχείας επέμβασης οι οποίες θα κληθούν, κατ’εντολή των ΑμερικανοΝΑΤΟικών ιμπεριαλιστών, να μακελέψουν τους λαούς όπου γης. Κι όλα αυτά επειδή, σύμφωνα με τα οράματα που βλέπουν οι «αντιμιλιταριστές» φίλοι μας στον (επικίνδυνα μικροαστικό) ύπνο τους, ενισχύεται η τάση για «απομάκρυνση της νεολαίας από την καπιταλιστική και μιλιταριστική πειθαρχία». Κουβέντα για τη θωράκιση του αστικού κράτους από νέους πραιτωριανούς οι οποίοι, σημειωτέον, θα έχουν πλέον υλικό συμφέρον από την υπεράσπιση του αστικού καθεστώτος που τους συντηρεί και συγκαλύπτει τα αποτρόπαια εγκλήματά τους και γι αυτό θα πολεμήσουν ενάντια σε όποιον τολμήσει να το απειλήσει. Κουβέντα για την ιδεολογική προπαγάνδα προς τους νέους «ο πόλεμος είναι ένα επάγγελμα, όπως όλα τα άλλα, πληρώνεσαι για να σκοτώνεις» –  κατά τα άλλα, ο κύριοι «αντιμιλιταριστές» ενοχλούνται από την «παραδοσιακή», «μιλιταριστική λογική» της αριστεράς, τρομάρα τους! Ούτε κιχ δε βγάζουν για το γεγονός ότι η εθνική κυριαρχία επαφίεται στα χέρια μισθωτών υπαλλήλων των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, ανθρώπων που είναι πρόθυμοι να παραδώσουν το λαό μας σε οποιαδήποτε περιπέτεια, αν τους το ζητήσουν τα «αφεντικά». Τίποτε δε διδάχθηκαν από τους μεγάλους, πατριωτικούς και αντιϊμπεριαλιστικούς αγώνες των κομμουνιστών, για λευτεριά, αποτίναξη του φασιστικού ζυγού, γνήσια λαϊκή εξουσία, για την εκπλήρωση των πόθων του λαού μας. Όλα αυτά είναι, για τους κυρίους αυτούς, απλά, «μιλιταριστική αντίληψη για την πολιτική στράτευση». Τι να πει κανείς. Ντροπή...


7. Επίλογος. Χρέος της αριστεράς και των κομμουνιστών είναι να αντισταθούν με όλες τους τις δυνάμεις στην στρατιωτικοποίηση της διεθνούς και εσωτερικής κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας που προωθείται με τα νέα, μισθοφορικά σώματα του ΝΑΤΟ. Να ανεβάσουν την ποιότητα και την ποσότητα της παρέμβασής τους μέσα κι έξω από το στράτευμα, χτίζοντας δεσμούς με τα στρατευμένα παιδιά του λαού μας, ζυμώνοντας με αυτοθυσία συχνά, τις πατριωτικές και διεθνιστικές θέσεις του λαϊκού κινήματος, δημιουργώντας ρήγματα στο μέτρο που αυτό είναι εφικτό. Ας σκεφτούν καλύτερα οι διάφοροι «αντιμιλιταριστές» αν σε ένα μισθοφορικό στρατό θα μπορούσαν να υπάρξουν το ίδιο εύκολα, φαινόμενα όπως μαζικές προσχωρήσεις αξιωματικών του αστικού στρατού στον ΕΛΑΣ στην Κατοχή (ορισμένοι εκ των οποίων του αναστήματος ενός Σαράφη κερδήθηκαν και γενικότερα με την λαϊκή υπόθεση), το κίνημα του Ναυτικού στη Χούντα, κλπ. Αν οι κύριοι «αντιμιλιταριστές» προτιμούν να ονειρεύονται ακόμα «ειρηνικούς» δρόμους προς το σοσιαλισμό, αν φαντάζονται ότι η εργατική τάξη και το επαναστατικό κίνημα θα νικήσει όταν «πείσει την αστική τάξη ότι δεν μπορεί να νικήσει στη μάχη» – προφανώς οι κύριοι αυτοί πιστεύουν ότι αυτό μπορεί να γίνει παίζοντας σκάκι και πίνοντας Dimple – απλά θα θυμίσω ότι η πρώτη κανονιά στα Χειμερινά Ανάκτορα έπεσε όχι από τίποτε αυτοσχέδια τουφέκια, αλλά από τα κανόνια ενός τσαρικού θωρηκτού, που οι εξεγερμένοι ναύτες του το έθεσαν στην υπηρεσία της Επανάστασης...

Τετάρτη 15 Μαΐου 2013

Σκέψεις και εκτιμήσεις για τη διεθνή κατάσταση

Οι σκέψεις που ακολουθούν δε φιλοδοξούν, ασφαλώς, να αποτελέσουν ολοκληρωμένη άποψη πάνω στο θέμα. Αποτυπώνουν απλώς κάποιους προβληματισμούς και μια απόπειρα πρόβλεψης των εξελίξεων - με τα αναπόφευκτα ρίσκα μιας τέτοιας απόπειρας. Ας κριθούν με τη δέουσα "επιείκεια"...

Η διάταξη των δυνάμεων στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, με βάση τα δεδομένα της στιγμής, δείχνει ότι η πρωτοκαθεδρία παραμένει στο μπλοκ του αγγλοσαξονικού ιμπεριαλισμού (ΗΠΑ-Αγγλία-Αυστραλία-Καναδάς κλπ.), ωστόσο οξύνεται και θα οξυνθεί παραπέρα το επόμενο διάστημα η αντίθεσή του με δυνάμεις όπως η Κίνα, η Ρωσία, οι υπόλοιπες BRICS. Η αντίθεση του πρώτου μπλοκ με το δεύτερο είναι η βασική αντίθεση στο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο. Η εκμετάλλευση από πλευράς του ενός πόλου, των αντιθέσεων στο εσωτερικό του άλλου (π.χ. αντιθέσεις Ρωσίας-Κίνας και ΗΠΑ-Αγγλίας), δεν αλλάζουν για την ώρα τη βασική εκτίμηση.

Το στρατόπεδο του αγγλοσαξονικού ιμπεριαλισμού χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη σαφώς κυρίαρχου πόλου, αυτού των ΗΠΑ. Η κυριαρχία αυτή εδράζεται τόσο στην αδιαμφισβήτητη πολιτικοστρατιωτική υπεροχή, η οποία εκφράζεται και στο γεγονός ότι, παρά τις μέχρι πρότινος απώλειες από το ευρώ, το δολάριο παραμένει το βασικό διεθνές αποθεματικό νόμισμα. Ωστόσο, η θέση των ΗΠΑ δεν είναι σταθερή: το πρόβλημα της διαχείρισης του υπέρογκου κρατικού τους χρέους (μεγάλο μέρος του οποίου είναι στα χέρια της ΛΔ Κίνας), οι δυσκολίες στη διασφάλιση του εφοδιασμού σε ενεργειακές και άλλες στρατηγικής σημασίας πρώτες ύλες και το βάθεμα της κρίσης υπερσυσσώρευσης και υπερπαραγωγής, είναι παράγοντες που προοπτικά υπονομεύουν την κυρίαρχη θέση των ΗΠΑ, σε συνδυασμό με την ενίσχυση, οικονομικά αλλά και στο πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο, του άξονα των BRICS – παρά το γεγονός ότι ο τελευταίος ακόμα απέχει πολύ από το να έχει συγκροτηθεί σε συντεταγμένο «αντίπαλο πόλο». Σοβαρά πλήγματα έχουν δεχθεί οι θέσεις των ΗΠΑ στο μέχρι χθες «μαλακό» τους «υπογάστριο», τη Λατινική Αμερική με τη ανάδειξη μιας σειράς κυβερνήσεων περισσότερο ή λιγότερο αποστασιοποιημένων από την πολιτική τους, με εμφανή την παρέμβαση κυρίως της Κίνας, αλλά και της Ρωσίας. Στην εξίσου «θερμή» περιοχή της Ευρασίας, η θέση των ΗΠΑ επίσης αμφισβητείται: η αποτροπή, προς το παρόν τουλάχιστον, της διείσδυσής τους σε Ουκρανία και της προώθησης των θέσεών τους στον Καύκασο (Τσετσενία, Οσετία, Αμπχαζία) και την Κεντρική, πρώην Σοβιετική Ασία (Καζαχστάν, Ουζμπεκιστάν, Κιργιστάν, Τουρκμενιστάν) λόγω της αποφασιστικής στάσης της Ρωσίας, η προς το παρόν σταθερή κατάσταση στο Ιράν και η διατήρηση ισχυρών ερεισμάτων του στον αραβικό κόσμο (Χεζμπολλάχ, Συρία – με την οποία έχουν παραδοσιακά καλές σχέσεις και οι Ρώσοι – και Σιίτες του Ιράκ) θέτουν σημαντικά εμπόδια στην προώθηση των αμερικάνικων σχεδιασμών. Αντίστοιχη είναι και η εικόνα στην περιοχή της Άπω Ανατολής-Ειρηνικού, όπου η κινέζικη πίεση (αυτοτελώς, αλλά και μέσω ΛΔ Κορέας) στα παραδοσιακά ερείσματα των ΗΠΑ (Ιαπωνία, Ταϊβάν, Νότια Κορέα, Ινδονησία) εντείνεται.

Στο έδαφος αυτής της κατάστασης διαμορφώνονται δυο βασικές γραμμές στο εσωτερικό της αμερικανικής αστικής τάξης, εκ των οποίων η σημερινά κυρίαρχη (βασικός εκφραστής της οποίας είναι η «γραμμή Ομπάμα») συνίσταται στο συνδυασμό μιας πολιτικής νεοκεϋνσιανής τόνωσης της ζήτησης και των αμερικανικών εξαγωγών με βασικό «εργαλείο» τη διολίσθηση σε ένα «ελεγχόμενα» πληθωριστικό δολάριο, με την ενεργητική παρέμβαση στο σύνολο των ανοικτών γεωστρατηγικών μετώπων που, αντικειμενικά, φέρνουν σε σύγκρουση τις ΗΠΑ με Ρωσία, Κίνα (και επίσης με Ιράν, ΛΔ Κορέας) και συγχρόνως οξύνουν, σε ένα ορισμένο βαθμό, αντιθέσεις με παραδοσιακούς συμμάχους των ΗΠΑ, όπως η Μ. Βρετανία και το Ισραήλ. Στον αντίποδα, η παραδοσιακή ρεπουμπλικάνικη «γραμμή Ρόμνι» με ερείσματα κυρίως στο πετρελαϊκό και στρατιωτικοβιομηχανικό σύμπλεγμα, κινείται σε πιο μονεταριστική λογική στα οικονομικά, με βασικό στόχο τη διατήρηση ενός «σκληρού», σχετικά, δολαρίου ως διεθνούς αποθεματικού νομίσματος που αντλεί βασικό έρεισμα από την πολιτικοστρατιωτική ισχύ και την «ενεργειακή ηγεμονία». Στο εξωτερικό, κυρίως προτάσσει την ανάκτηση του γεωπολιτικού ελέγχου στην ίδια την αμερικανική ήπειρο και στον έλεγχο του αραβικού πετρελαίου μέσω της «παραδοσιακής» πολιτικής στήριξης του σιωνιστικού ιμπεριαλισμού και των φιλοαμερικάνικων αραβικών ηγεσιών σε Σαουδική Αραβία, Κουβέιτ, Ιορδανία, Κατάρ κλπ. και λιγότερο μέσω μιας απευθείας ανάμιξης με στρατιωτικούς όρους. Απέναντι σε Ρωσία, Κίνα προτάσσει μια πολιτική βασισμένη κύρια στη διατήρηση του ψυχροπολεμικού κλίματος στρατιωτικής (βλέπε «Πόλεμος των Άστρων»), αλλά και πολιτικής «περικύκλωσης».

Δευτερεύουσες, αλλά σημαντικές και υπαρκτές είναι οι αντιθέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στις ΗΠΑ και σε παραδοσιακούς της συμμάχους, όπως η Μ. Βρετανία και το Ισραήλ. Ο αγγλικός ιμπεριαλισμός, αν και η θέση του έχει σημαντικά υποχωρήσει, εντούτοις έχει κατορθώσει μέσω της συμμαχίας του με τις ΗΠΑ να συμμετέχει από θέσεις ισχύος στη διαπραγμάτευση για τη νέα μοιρασιά της «λείας». Αξιοποιεί τα παραδοσιακά του ιστορικά και γεωπολιτικά ερείσματα στη Μ. Ανατολή, στην Κύπρο, τη Μεσοποταμία, την Αφρικανική ήπειρο. Ιδιαίτερα σήμερα αξιοποιεί τη στρατηγική συνεργασία με την Τουρκία του «νέο-οθωμανισμού», μια σχέση που, πέραν των ιστορικών της καταβολών, εδράζεται σε κοινά συμφέροντα στην περιοχή. Η επιδίωξη των άγγλων ιμπεριαλιστών να είναι παρόντες στη μοιρασιά της «πίτας» των πετρελαίων του Β. Ιράκ και των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων της ΝΑ Μεσογείου, «δένει» με την επιδίωξη της τουρκικής αστικής τάξης να παίξει το ρόλο του διαμεσολαβητή για λογαριασμό του ευρωατλαντισμού στο αμερικάνικο σχέδιο της «Νέας Μέσης Ανατολής», με ανταλλάγματα στην Κύπρο, στο Κουρδικό, στο Αιγαίο, στη Θράκη. Η «ενεργοποίηση» των «Αδελφών Μουσουλμάνων» από τη ναφθαλίνη του Λονδίνου, για να παίξουν το ρόλο που παίζουν στην «αραβική άνοιξη», σε συνδυασμό με τη διάβρωση της (πρώην, πλέον) φιλοϊρανικής ΧΑΜΑΣ από την τουρκική ΜΙΤ και την MI6, ο ρόλος των στρατιωτικών βάσεων της Μ. Βρετανίας στην Κύπρο, στις επιχειρήσεις στη Λιβύη και στη Συρία, είναι μερικές από της πλευρές της αυτοτελούς παρέμβασης του Λονδίνου στην περιοχή. Μια ακόμα ιδιαίτερη πλευρά έχει να κάνει με την παρέμβαση του αγγλικού παράγοντα στα ελληνικά πολιτικά πράγματα, αλλά στο θέμα αυτό θα αναφερθούμε αργότερα.

Η ενεργοποίηση του άξονα Λονδίνο-Άγκυρα, στο πλαίσιο της γενικότερης αμερικανοΝΑΤΟικής «ομπρέλας» για τη «Νέα Μέση Ανατολή», αλλά και η συνθετότητα της μοιρασιάς της πίτας των «οικοπέδων» εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην ΝΑ Μεσόγειο, δημιουργεί «τριβές» στις σχέσεις των ΗΠΑ με το Ισραήλ.  Η προσπάθεια των ΗΠΑ, με τη βοήθεια των άγγλων και των τούρκων να διεισδύσουν στον αραβικό κόσμο μέσω των «Αδελφών Μουσουλμάνων» και της ΧΑΜΑΣ, υπερφαλαγγίζοντας τις παραδοσιακά φιλοδυτικές μοναρχίες της Σ. Αραβίας, των Εμιράτων κλπ., πιέζουν το Ισραήλ, καθώς είναι πιθανή πλέον η προοπτική ενός παλαιστινιακού «ανεξάρτητου» προτεκτοράτου στα Κατεχόμενα, κάτι που το Τελ-Αβίβ δε θέλει ούτε να το ακούει, προς το παρόν. Επίσης, οι σιωνιστές φοβούνται ότι το παιχνίδι των ΗΠΑ με τη «σκληρή», σουνιτική πτέρυγα του Ισλάμ για την αποσταθεροποίηση στη Λιβύη, τη Συρία, την Αίγυπτο θα οξύνει συνολικά την πίεση στο κράτος τους και θα υποχρεώσει σε παραχωρήσεις. Στο πλαίσιο αυτό, το Ισραήλ δεν ήταν αναφανδόν υπέρ της ανατροπής του Άσαντ στη Συρία, προτιμώντας έναν «γνωστό και προβλέψιμο αντίπαλο» από το μαχητικό ισλαμικό φονταμενταλισμό, έχοντας στο νου της για παράδειγμα την πείρα των μουτζαχεντίν στο Αφγανιστάν και τη μετέπειτα πορεία της υπόθεσης. Η επανεκλογή Ομπάμα στις ΗΠΑ δε βοήθησε στο να διασκεδαστούν αυτές οι ανησυχίες, ούτε βεβαίως η σχετική ενίσχυση του ρόλου της Τουρκίας με την εγκατάσταση συστοιχιών Patriot στα τουρκοσυριακά σύνορα. Σαν απάντηση, το Ισραήλ προωθεί τη «συνεργασία» με την Κύπρο (του θλιβερού «αριστερού» Χριστόφια…) και την Ελλάδα, σε μια προσπάθεια να αποκτήσει επιπλέον διαπραγματευτικά χαρτιά στο παιχνίδι της μοιρασιάς. Στο θέμα της Ελλάδας θα σταθούμε και παρακάτω πιο αναλυτικά. Στο θέμα της Κύπρου, το θέμα περιπλέκεται γιατί στο νησί έχει παραδοσιακά ερείσματα και η Ρωσία (εντυπωσιακό: όχι κυρίως στο ΑΚΕΛ, αλλά στο ΔΗΚΟ του μακαρίτη του Τ. Παπαδόπουλου) και είναι μάλλον αδύνατο να κλείσει η μοιρασιά χωρίς να ικανοποιηθεί και η Μόσχα…

Πόσο πιθανό είναι, λοιπόν, με βάση τις παραπάνω πολύπλοκες και αντιφατικές συσχετίσεις των αντιθέσεων, να έχουμε ανοιχτή στρατιωτική επέμβαση στη Συρία και το Ιράν το επόμενο διάστημα; Διακινδυνεύοντας μια πρόβλεψη, θα λέγαμε ότι προς το παρόν, κάτι τέτοιο δε φαίνεται άμεσα ορατό. Στρατιωτικά, η κατάσταση στη Συρία είναι ένα αδιέξοδο: χωρίς ξένο στρατό, οι «αντάρτες» δεν έχουν τη δυνατότητα να νικήσουν συντριπτικά το συριακό στρατό, αλλά και χωρίς ανοιχτή στρατιωτική ενίσχυση από τη Ρωσία ο Άσαντ δε μπορεί και να τους διαλύσει, πολλώ δε μάλλον που από άποψη πληθυσμιακής και θρησκευτικής σύνθεσης του συριακού αραβικού λαού, οι σουνίτες στους οποίους αναφέρονται οι «αδελφοί μουσουλμάνοι» και οι λοιποί μισθοφόροι «αντάρτες» είναι η συντριπτική πλειοψηφία. Αυτό δε σημαίνει ότι, πράγματι, η θέση του Άσαντ δε χειροτερεύει μέρα τη μέρα, όχι κυρίως στρατιωτικά, αλλά πολιτικά. Είναι φανερό ότι, έτσι όπως είναι σήμερα ο συσχετισμός, αλλά και τα στρατιωτικά δεδομένα στην περιοχή, η επιδίωξη των ιμπεριαλιστών είναι να υποσκάψουν με τον πόλεμο τη στήριξη του λαού στην κυβέρνηση Άσαντ και να διαμορφώσουν ένα ασφυκτικό κλοιό, χωρίς να χρειαστεί μια γενικευμένη, ανοιχτή, εξωτερική στρατιωτική επέμβαση. Επέμβαση του τουρκικού στρατού με «ανοιχτά» τα μετόπισθεν στο Κουρδιστάν, είναι αν μη τι άλλο παρακινδυνευμένη ενέργεια, υψηλού ρίσκου. Θα πρέπει να έχουν «κλείσει» το «πακέτο» των ανταλλαγμάτων πριν (που είναι εξόχως πολυπαραμετρικό, όπως είδαμε), για να μπει η Τουρκία σε ένα τέτοιο πόλεμο, για να μη μιλήσουμε για το σαφές μήνυμα που της έχει στείλει η Ρωσία να «μην ανακατευτεί παραπέρα». Η πλευρά Ιράν-Άσαντ «απάντησε», επίσης, ενεργοποιώντας και τον παράγοντα Χεζμπολλάχ στο Λίβανο, πιέζοντας το Ισραήλ σημαντικά (είναι νωπές οι μνήμες από το 2006, άλλωστε). Από την άλλη, η πιθανότητα ενός απευθείας χτυπήματος στο Ιράν, με ανοιχτό το «μέτωπο Άσαντ» είναι ακόμα λιγότερο πιθανή: θα οδηγούσε σε άμεση ανάφλεξη όλη την περιοχή της Μ. Ανατολής με απολήξεις στην ευρύτερη περιοχή της Ευρασίας, σε μια περίοδο που ακόμα δεν έχουν πάρει μια σταθερή μορφή οι αντιτιθέμενοι συνασπισμοί. Περισσότερο πιθανή είναι η συνέχιση αυτής της «υπόγειας» αντιπαράθεσης – που φυσικά οδηγεί στο θάνατο χιλιάδες αθώα θύματα του ιμπεριαλισμού καθημερινά – μέχρι να βρεθεί, είτε ένα περισσότερο ή λιγότερο βιώσιμο deal για τη μοιρασιά της «λείας», είτε μέχρι να σημειωθεί κάποια γενικότερης σημασίας αλλαγή στον γεωπολιτικό συσχετισμό και κάποιος να «κάνει πίσω». Η δημόσια τοποθέτηση της Ρωσίας ότι «δυστυχώς, είναι πιθανή μια πτώση του Άσαντ» δείχνει ότι οι διεργασίες για μια επόμενη μέρα σε ένα νέο τοπίο στην περιοχή είναι σε πλήρη εξέλιξη.

Ο γερμανικός και ο γαλλικός ιμπεριαλισμός ακολουθούν παράλληλες, αν και αποκλίνουσες πορείες: ο πρώτος, χάρη στο ευρώ ανέκτησε μεγάλο μέρος της οικονομικής του ισχύος και προσπαθεί να το αξιοποιήσει στην κατεύθυνση της ενδυνάμωσης της πολιτικοστρατιωτικής του θέσης, μέσα στα πλαίσια του ιμπεριαλιστικού συστήματος. Στο εσωτερικό της γερμανικής αστικής τάξης κυριαρχεί η γραμμή που επιδιώκει μια επιθετική διαπραγμάτευση με τις ΗΠΑ για να μην επωμιστεί η ίδια η Γερμανία μεγάλο μέρος της απαξίωσης κεφαλαίου, χωρίς όμως να τίθεται σε αμφισβήτηση το πλαίσιο του ευρωατλαντισμού, πολλώ δε μάλλον που υπάρχουν και στην ίδια τη Γερμανία πολύ σημαντικοί κύκλοι του κεφαλαίου που προκρίνουν έναν συμβιβασμό με τις ΗΠΑ, στη βάση του λεγόμενου «πακέτου Γκάιτνερ»: υποτίμηση του ευρώ σε ισοτιμία 1:1 με το δολάριο και από κοινού προσπάθεια εξαγωγικής διείσδυσης στις ασιατικές αγορές. Στην ουσία, πρόκειται για τη γραμμή αποδοχής της αμερικάνικης ηγεμονίας (που εκφράζεται με την παραίτηση του ευρώ από τη «μάχη» του αποθεματικού νομίσματος και την ανάληψη από τη Γερμανία σημαντικού μέρους του κόστους υποτίμησης κεφαλαίου για την έξοδο από την κρίση), με «αντάλλαγμα» τη διασφάλιση από κοινού οικονομικών και πολιτικών-στρατιωτικών όρων για «επέλαση» στις ασιατικές (κι όχι μόνο) αγορές. Η γραμμή αυτή είναι η απάντηση του ευρωατλαντικού μπλοκ στην πρόσκληση Πούτιν για «ενιαίο οικονομικό χώρο από τον Ατλαντικό ως τον Ειρηνικό», που απηύθυνε (ουσιαστικά) προς τη γερμανική αστική τάξη ήδη από το 2010. Αν και μέχρι σήμερα η γερμανική ηγεσία κρατά «σκληρή» στάση, εκτιμούμε ότι, τελικά, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, θα υποχρεωθεί να κινηθεί σε μια τέτοια λογική, ίσως μάλιστα και εντός του τρέχοντος έτους (αν και οι πιθανότητες για κάτι τέτοιο είναι μάλλον πενιχρές). Αντίθετα, ο γαλλικός ιμπεριαλισμός βρίσκεται σε φάση υποχώρησης και κρίσης και (όπως και η Ιταλία), στη φάση αυτή, επιλέγει να στηρίξει («προσεκτικά» έστω…) μια γραμμή παραπλήσια με την πολιτική Ομπάμα που οδηγεί αναπόφευκτα σε κλονισμό τον πάλαι ποτέ ισχυρό γαλλογερμανικό «άξονα» και λιγοστεύει ακόμα περισσότερο τα περιθώρια διαπραγμάτευσης της Γερμανίας, έναντι των ΗΠΑ.

Στο πλαίσιο αυτής της συλλογιστικής πρέπει να ενταχθεί και ο προβληματισμός σχετικά με το μέλλον της ευρωζώνης. Οι εκτιμήσεις περί επικείμενης διάλυσης, διάσπασης κλπ. δε φαίνονται να επιβεβαιώνονται. Ακόμα λιγότερη βάση φαίνεται να έχουν οι εκτιμήσεις περί επιδίωξης των ΗΠΑ να διαλυθεί η ευρωζώνη. Απεναντίας, μπορούμε μάλλον με ασφάλεια να εκτιμήσουμε ότι η αποφυγή διάλυσης της ευρωζώνης αποτελεί το πραγματικό ενοποιητικό έδαφος που θα ωθήσει προς τον «συμβιβασμό Γκαίτνερ» για τον οποίο μιλήσαμε παραπάνω. Από τη μια, οι ΗΠΑ δεν έχουν να κερδίσουν τίποτε ουσιαστικό από τη διάλυση της σημερινής ευρωζώνης, μιας και κάτι τέτοιο θα τους φέρει μιαν ώρα αρχύτερα προ του σοβαρού διλήμματος, είτε να εμμείνουν στην πολιτική του φτηνού δολαρίου για να στηρίξουν τις εξαγωγές τους, «θυσιάζοντας» το χαρακτήρα του ως αποθεματικό νόμισμα με ό,τι αυτό συνεπάγεται (στην ουσία ενταφιάζοντας οριστικά μια πολιτική που έχει πίσω της πάνω από εξήντα χρόνια ιστορίας από τη συμφωνία του Μπρέτον-Γουντς του 1947), εκτινάσσοντας το κρατικό χρέος και φέρνοντας πιο κοντά ένα νέο κύκλο μιας ακόμα βαθύτερης κρίσης, είτε να επιστρέψουν σε πιο μονεταριστικά μείγματα πολιτικής, με το αναπόφευκτο κόστος σε ύφεση, υποχώρηση της ανταγωνιστικότητας (λόγω της αύξησης του κόστους του χρήματος), απότομη αύξηση της ανεργίας και της εξαθλίωσης, ενδεχομένως και φαινόμενα κοινωνικών εκρήξεων (ας θυμηθούμε τις ταραχές στα γκέτο του Los Angeles, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, σε μια περίοδο που συνδύαζε τα χαρακτηριστικά μιας «πρώιμης» κρίσης υπερσυσσώρευσης με τα αποτελέσματα της μονεταριστικής, νεοφιλελεύθερης πολιτικής των Ρήγκαν και Μπους). Στο πολιτικό επίπεδο, η διάλυση της ευρωζώνης θα απελευθερώσει διεργασίες στο εσωτερικό κυρίως της γερμανικής, αλλά και της γαλλικής αστικής τάξης και θα ενισχύσει δυνάμεις που κινούνται σε τροχιά αμφισβήτησης του ευρωατλαντισμού, επιφέροντας σημαντικό ρήγμα στο «δυτικό» στρατόπεδο, τη στιγμή ακριβώς που θα απαιτείται το πλέον «αρραγές μέτωπο» ενόψει της κλιμάκωσης της αντιπαράθεσης με το ρωσοκινεζικό άξονα. Παρακάτω τοποθετούμαστε (αρνητικά) ως προς το ενδεχόμενο ριζικής στροφής της Γερμανίας προς τη Ρωσία και την Κίνα. Ωστόσο, ακόμα και μια ορισμένη ταλάντευση ή αποστασιοποίηση από πλευράς της Γερμανίας (σαν αποτέλεσμα της οικονομικής και πολιτικής της αποδυνάμωσης), θα μπορούσε να αποβεί εξαιρετικά αρνητική για το ευρωατλαντικό στρατόπεδο στη σύγκρουση με τον «ανατολικό», «ευρασιατικό» άξονα Ρωσίας-Κίνας κλπ.


Από την άλλη, η Γερμανία δε μπορεί να «σηκώσει» το βάρος μιας μετωπικής ρήξης με τις ΗΠΑ από τη στιγμή που υστερεί δραματικά σε στρατιωτική ισχύ και πρόσβαση στις πηγές ενεργειακών και άλλων στρατηγικών πρώτων υλών. Το εγχείρημα του «βόρειου σκληρού ευρώ» για να έχει ελπίδες επιτυχίας προϋποθέτει πολιτικοστρατιωτικό backup που δε διαθέτει, προς το παρόν, ο γερμανικός ιμπεριαλισμός από μόνος του και θα μπορούσε να το προσφέρει μόνο μια δραματική στροφή προς Ρωσία και Κίνα. Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι μια τέτοια επιλογή θα είχε ως αποτέλεσμα μια ριζική αλλαγή στον παγκόσμιο συσχετισμό με το ενδεχόμενο ενός παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού πολέμου να γίνεται πια όλο και λιγότερο απίθανο. Πέραν της, ενδεχομένως δικαιολογημένης δυσπιστίας απέναντι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο στην εποχή των πυρηνικών οπλοστασίων μεγάλης κλίμακας, το βασικό λογικό αντεπιχείρημα σε μια τέτοια περίπτωση είναι ότι από μια συμμαχία Γερμανίας-Ρωσίας-Κίνας – ακόμα και στην περίπτωση νίκης της σε έναν γενικευμένο πόλεμο – δεν είναι διόλου το πιθανότερο ότι θα έβγαινε η γερμανική αστική τάξη κυρίως ωφελημένη. Ιστορικά, στους δύο προηγούμενους παγκόσμιους πολέμους που ενεπλάκη ο γερμανικός ιμπεριαλισμός είχε εξασφαλισμένη την πολιτική και στρατιωτική πρωτοκαθεδρία στο στρατόπεδό «του». Είναι ολοφάνερο ότι σήμερα αυτή η ουσιωδέστατη συνθήκη απουσιάζει. Αναρωτιέται κανείς για ποιο λόγο η γερμανική αστική τάξη θα έπαιρνε για τρίτη (και ίσως και «χαριστική» αυτή τη) φορά το τεράστιο ιστορικό ρίσκο να σύρει τη χώρα σε μια γενικευμένη αντιπαράθεση, χωρίς καν να προσδοκά τη μερίδα του λέοντος σε περίπτωση νίκης. Επιπλέον, οι «ανατολικές» βλέψεις του γερμανικού ιμπεριαλισμού και η έξοδός του στις πηγές των πρώτων υλών στρατηγικής σημασίας (Κασπία, Μέση Ανατολή κλπ.) ήταν και είναι ιστορικά πάγιες και καταγεγραμμένες – είναι αφελές να πιστεύει κανείς ότι η λύσσα της ναζιστικής Γερμανίας στο ανατολικό μέτωπο είχε μόνο «ταξικά» κίνητρα. Αν από κάπου προσδοκά η γερμανική αστική τάξη ένα μερίδιο σε αυτή τη λεία, αυτό μπορεί να είναι πιθανότατα μόνο μέσω της επικράτησης του ευρωατλαντικού μπλοκ απέναντι στο ρωσοκινεζικό. Από τη σκοπιά αυτή, είναι σημαντική εξέλιξη που επιβεβαιώνει τη βασική μας συλλογιστική, η πρόσφατη κινητικότητα στην ΕΕ, ώστε η τελευταία να αποκτήσει λόγο και πρόσβαση στα γεωπολιτικά του πετρελαίου της ΝΑ Μεσογείου, με αποκορύφωμα την – για πολλούς «ακατανόητη» απόφαση του Eurogroup για το «κούρεμα» των καταθέσεων των Κυπριακών τραπεζών. Είναι μάλλον λιγότερο πιθανό να ερμηνεύσει κανείς την εξέλιξη αυτή ως εκδήλωση των αντιθέσεων Γερμανίας-ΗΠΑ, χωρίς να σημαίνει ότι δεν είναι υπαρκτές. Το κύριο, όμως, είναι η εμπλοκή της ΕΕ με τις «ευλογίες» (όσο το πράγμα δεν «ξεφεύγει» σε «περίεργες» ατραπούς) των ΗΠΑ, σε μια κατεύθυνση υπονόμευσης της ενεργειακής διείσδυσης της Ρωσίας στην Ευρώπη. Επομένως, εκτιμούμε ότι προς το παρόν δεν τίθεται ζήτημα στροφής τη Γερμανίας προς τη Ρωσία και την Κίνα και δύσκολα πρόκειται να τεθεί και στο μέλλον. Από την άλλη, στο βαθμό που αυτή η επιλογή αποκλείεται, το «σκληρό ευρώ» είναι απλώς καταδικασμένο να αποτύχει: το τίμημά του θα είναι η απώλεια ανταγωνιστικής θέσης και εξαγωγικών επιδόσεων, που με τη σειρά της θα μεταφέρει ακόμα πιο γρήγορα και δραματικά την κρίση στην ίδια τη Γερμανία, απειλώντας τη με συνολική υποχώρηση της θέσης της στην παγκόσμια σκακιέρα, οικονομικά και πολιτικά.