Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2009

Μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση... (Μέρος 2ο)

Στο δεύτερο μέρος της συζήτησης, θα σταθώ κυρίως σε δημοσιεύσεις γύρω από την ιστορική επικαιρότητα του σοσιαλισμού, αλλά και το ρεαλιστικό και υλοποιήσιμο "πρόταγμα" της κεντρικά σχεδιασμένης λαϊκής οικονομίας. Αναπόφευκτα θίγονται και ζητήματα μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού και πλευρές της οικονομική πολιτικής των σοσιαλιστικών χωρών. Το τρίτο και τελευταίο μέρος θα αφιερωθεί στη συζήτηση για το ρόλο της επαναστατικής βίας στο σοσιαλισμό που, ακόμα και σήμερα, προκαλεί "ρίγη ιερής αγανάκτησης" στους απανταχού μικροαστούς, καθώς και στην ιστορική τοποθέτηση του όλου σοσιαλιστικού εγχειρήματος ...

"Χρεωκόπησε" ο κεντρικός σχεδιασμός;

Αφετηριακό ερώτημα της συζήτησης αυτής είναι η αστική μυθολογία περί "τέλους της ιστορίας". Όμως, γιατί η εργατική τάξη είναι “καταδικασμένη” να πουλά στον αιώνα των αιώνων την εργατική της δύναμη για να προσπορίζει υπεραξία στον κεφαλαιοκράτη; Ένας σχολιαστής με το ψευδώνυμο "ψυχραιμία", σχολίασε ανοίγοντας τον κύκλο αυτό:

"Γιατί η μόνη εναλλακτική λύση είναι το σύστημα του κεντρικού σχεδιασμού όπου όλοι και όλα ανήκουν στο κεντρικό κράτος που ονομάσθηκε “υπαρκτός σοσιαλισμός” και αποδείχθηκε λιγότερο παραγωγικό στον 20ο αιωνα. Μέχρι στιγμής δεν έχει βρει κανείς κάτι καλύτερο."

Ας δούμε, όμως, πέρα από τις ιδεοληψίες των αστών και των μικροαστών, τι έδειξε η ίδια η ζωή. Το 1917, αμέσως μετά τη νίκη της επανάστασης, η βιομηχανική παραγωγή στη Ρωσία ήταν στο 13% της προπολεμικής (του 1913). Το 1938, στα τέλη του δεύτερου πεντάχρονου πλάνου, ήταν στο 909% όταν των ΗΠΑ ήταν στο 120%, της Αγγλίας στο 113%, της Γερμανίας στο 132% και της Γαλλίας μόλις στο 93%. Ακόμα πιο εντυπωσιακή είναι η εικόνα το 1933, δηλαδή αμέσως μετά την κρίση του ‘29-’31 (πολύ χρήσιμη για συγκρίσεις με το σήμερα): στην ΕΣΣΔ ήταν στο 380% σε σχέση με το 1913, ενώ στις ΗΠΑ μόλις στο 109%, στην Αγγλία στο 87%, στη Γερμανία στο 75% και στη Γαλλία στο 107%. Μεταξύ 1929 και 1933 δε, δηλαδή ακριβώς στο διάστημα της κρίσης, η βιομηχανική παραγωγή στην ΕΣΣΔ αυξήθηκε κατά 138% τη στιγμή που στις ΗΠΑ ήταν -34%, στη Γαλλία -29%, στη Γερμανία -20% και στην Αγγλία μειώθηκε μόλις κατά 1.2%.

Αντίστοιχη είναι η εικόνα και στην αγροτική οικονομία. Η συνολική καλλιεργημένη γη στην ΕΣΣΔ, από 105 εκατομμύρια εκτάρια το 1913, αυξήθηκε σε 137 το 1938. Ενδεικτικό ειδικά της επίδρασης του κεντρικού σχεδιασμού είναι το στοιχείο για τις καλλιεργημένες εκτάσεις σε βιομηχανικά φυτά. Από 4.5 εκατ. εκτάρια το 1913, στα 11 το 1938. Ομοίως, στις καλλιέργειες ζωοτροφών, από 2.1 σε 14.1 και λαχανοκηπουρικών, από 3.8 σε 9.4 εκατομμύρια εκτάρια. Η παραγωγή δημητριακών, μεταξύ 1913 και 1934 αυξήθηκε σχεδόν 12%, το ίδιο και μεταξύ 1934 και 1938. Η παραγωγή βάμβακος αυξήθηκε κατά 60% (1934-1913) και κατά 128% (1938-1934), ενώ αντίστοιχη είναι η εικόνα (να μην κουράζω με δείκτες) σε όλες τις άλλες καλλιέργειες.

Στον τομέα της κυκλοφορίας των αγαθών, ο όγκος του κρατικού και συνεταιριστικού λιανικού εμπόριου αυξήθηκε κατά 159% μεταξύ 1933 και 1930 και κατά 178% μεταξύ 1938 και 1934. Στη διάρκεια του δεύτερου πεντάχρονου το δια-συνεταιριστικό εμπόριο σε όγκο αυξήθηκε κατά 112%.

Μπορώ να συνεχίσω να αραδιάζω δείκτες και στοιχεία. Ιδιαίτερα θα μπορούσα να παρουσιάσω ποσοτικά στοιχεία που απεικονίζουν τη ραγδαία βελτίωση των συνθηκών και της ποιότητας ζωής του πληθυσμού στην ΕΣΣΔ. Ωστόσο, για να μην κουράζω σταματώ εδώ. Σημειώνω μόνο ότι έμεινα στα στοιχεία μέχρι το β’ παγκόσμιο πόλεμο για τρεις λόγους. Πρώτον, γιατί μετά τον πόλεμο τα στοιχεία δεν είναι απολύτως συγκρίσιμα με τα πριν από αυτόν, μιας και απαιτήθηκε τεράστια δαπάνη πόρων για την ανοικοδόμηση. Δεύτερον, διότι η περίοδος αυτή (η μεσοπολεμική) χαρακτηρίστηκε από τη μεγάλη καπιταλιστική κρίση του ‘29-’31 και έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον να συγκρίνει κανείς το πως συμπεριφέρθηκε η κεντρικά σχεδιαζόμενη οικονομία της ΕΣΣΔ και πως οι καπιταλιστικές οικονομίες της Δύσης.

Τρίτος και σημαντικότερος λόγος που καθιστά μη συγκρίσιμες τις περιόδους 1917-1940 και την μεταπολεμική, είναι ότι σταδιακά, ειδικά μετά τα μέσα της δεκαετίας του ‘60, ο οικονομικός μηχανισμός της ΕΣΣΔ άρχισε να χάνει το γνήσια σοσιαλιστικό του χαρακτήρα, με την επιταχυνόμενη εισαγωγή στοιχείων καπιταλιστικής αγοράς (σταμάτησε η τάση παραπέρα εθνικοποίησης των συνεταιρισμών, δόθηκαν πριμ παραγωγικότητας, καθιερώθηκε η ιδιοσυντήρηση των επιχειρήσεων, καθορίστηκε ως κίνητρο η επίτευξη πλεονάσματος εσόδων ως προς τις δαπάνες παραγωγής κλπ.). Τα μέτρα αυτά, που δικαιολογήθηκαν με προκάλυμα την ανάγκη επιτάχυνσης της διαδικασίας ανάπτυξης που, τάχα, καθυστερούσε – λες και δε μπορούσε κανείς να δει ότι το πλήγμα που επέφεραν οι ανείπωτες καταστροφές του β’παγκόσμιου πολέμου δεν επέτρεπε άμεσα την επίτευξη των προπολεμικών ρυθμών – στην πραγματικότητα αντανακλούσαν αντικειμενικές κοινωνικές διεργασίες και συγκεκριμένα τη διαμόρφωση στρωμάτων της κοινωνίας με ιδιαίτερα συμφέροντα (οι λεγόμενοι “κόκκινοι ειδικοί”, τα διευθυντικά στελέχη κλπ.), των οποίων συμφερόντων έκφραση ήταν η πολιτική του Χρουστσώφ αρχικά και του Κοσύγκιν και, αργότερα σε μεγαλύτερη έκταση, του Γκορμπατσώφ που οδήγησε στην τελική παλινόρθωση του καπιταλισμού. Δε χρεωκόπησε λοιπόν ο σοσιαλιστικός σχεδιασμός, διότι αυτός όσο εφαρμόστηκε “πετούσε”. Χρεωκόπησε και ηττήθηκε η νόθευση του σχεδιασμού με στοιχεία αγοράς και καπιταλισμού, που έγινε τόσο από λάθη και ιδεολογικές καθυστερήσεις, όσο και για να εξυπηρετηθούν και συμφέροντα κοινωνικών στρωμάτων τα οποία ήταν απολύτως εφικτό να τύχουν άλλης διαχείρισης (όπως πριν τον πόλεμο) και να μην αποκτήσουν τα χαρακτηριστικά που πήραν. Πριν μιλήσει, λοιπόν, κανείς για το θέμα της υπεροχής ή μη του κεντρικού σχεδιασμού και της σοσιαλιστικής οικονομίας, ας μελετήσει βαθιά το θέμα ώστε να μην αναπαράγει προπαγανδιστικά ιδεολογήματα του κεφαλαίου, άσχετα με την πραγματικότητα.

Βεβαίως, απέναντι στα στοιχεία αυτά (καταρχήν τα ποσοτικά) υπάρχει ο αντίλογος της "άλλης πλευράς". Γράφει ο γνωστός από το πρώτο μέρος "επώνυμος":

"Μας μιλάς για την εκβιομηχάνιση της σταλινικής ΕΣΣΔ. Τα ποσοστά ανάπτυξης δεν λένε τίποτα, διότι λένε μόνον από πού ξεκίνησε μια καθυστερημένη αγροτική κοινωνία και πού έφτασε. Αν βάλεις όλο το λαό να δουλεύει σαν πειθαρχημένα στρατιωτάκια, με φωτιά και τσεκούρι σε όσους αρνούνται να υπακούσουν, κάπου δεν θα φτάσεις στην εκβιομηχάνιση;"

Την "επιχειρηματολογία" αυτή, συμπληρώνει ο σχολιαστής με το ψευδώνυμο Α.Κ., ο οποίος γράφει:

"Οι αριθμοί αυτοί [σημ. αναφέρεται στα στοιχεία που παρέθεσα] αναφέρονται σε ΡΥΘΜΟΥΣ ΜΕΤΑΒΟΛΗΣ οι οποίοι επηρεάζονται από το ΣΗΜΕΙΟ ΕΚΚΙΝΗΣΗΣ της οικονομίας. [...] Ο ρυθμός ανάπτυξης της κινεζικής οικονομίας εδώ και 15 χρόνια είναι τουλάχιστον διπλάσιος της αμερικανικής. Αυτό ΔΕΝ σημαίνει ότι η αμερικανική οικονομία είναι χειρότερη από την κινεζική, ή ότι το κινεζικό μοντέλο είναι καλύτερο, αλλά ότι η κινεζική κοινωνία ξεκίνησε από πάρα πολύ χαμηλά άρα, για διάφορους μαθηματικούς λόγους που συνδέονται με την αποδοτικότητα, “τρέχει” γρηγορότερα."

Τελικά, ο “επώνυμος” δεν περιορίστηκε στην ασχετοσύνη του περί του καπιταλισμού, επεκτάθηκε και στην ασχετοσύνη περί σοσιαλισμού. Φυσικό κι επόμενο. έτσι την παθαίνει όποιος χρησιμοποιεί ως μοναδικές πηγές, αυτές των αστών και των αντικομμουνιστών! Αγαπητέ μου “επώνυμε”, τα “στρατιωτάκια” που λες είχαν όνομα: τους λέγανε σταχανοβίτες και θεωρούσαν ΤΙΜΗ ΤΟΥΣ τη δουλειά για να πιαστούν τα πλάνα, γιατί ήξεραν ότι αυτή η δουλειά δεν πάει στις τσέπες κανενός Αλμούνια, Τρισέ, Γκρίνσπαν, Προβόπουλου ή Αράπογλου, αλλά επιστρέφει στους ίδιους σαν δωρεάν σπίτι, υποδομές, μόρφωση, υγεία, πολιτισμός – όλα όσα ο καπιταλισμός στερεί καθημερινά (ή δίνει με το σταγονόμετρο και επί αδρά πληρωμή) από δισεκατομμύρια “τυχερούς”. Αν θες να δεις στρατιωτάκια πραγματικά, πήγαινε να δεις τους εργάτες στα μεγάλα μονοπώλια που δουλεύουν 12ωρα για να βγάζουν το νοίκι και το ρεύμα και κάνουν κάθε μήνα περικοπές στα έξοδα για να μη βρεθούν στο δρόμο. Σε ποιά άλλη κοινωνία η δουλειά μετατράπηκε σε ΕΡΓΑΣΙΑ και το άγχος σε ΑΜΙΛΛΑ; Αυτά είναι άγνωστες λέξεις στον καπιταλισμό, όπου ο κάθενας μπαίνει στον πειρασμό να ρουφιανέψει το συνάδελφο για να του πάρει τη θέση ή για να μη χάσει τη δική του. Όσο για την εκβιομηχάνιση μιας καθυστερημένης χώρας, φουκαράδες “επώνυμοι”, καταλάβετε τα μεγέθη σας πριν μιλήσετε. Καθυστερημένη ήταν και η Ελλάδα, αλλά δεν εκβιομηχανίστηκε τότε – το αντίθετο. Εκβιομηχανίσου κι εσύ αν μπορείς, με καπιταλιστικούς όρους – αλλά που τέτοια τύχη, η Ελλάδα είναι “ψωροκώσταινα” μας έλεγαν οι θεωρητικοί του δοσιλογισμού στη χώρα το ‘50 και μας εκτελούσαν στα στρατοδικεία. Και επειδή ίσως η χώρα μας να μην αρέσει ως παράδειγμα στον "επώνυμο" λόγω μεγέθους, ας πάρει την Ινδία που είναι τεράστια. Καθυστερημένη ήταν, καθυστερημένη είναι παρά την ανάπτυξη κάποιων θυλάκων της – κι αυτών εκεί και όσο βολεύει τις πολυεθνικές. Όσο για τη σύγκριση Κίνας, ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, για την οποία μιλά ο Α.Κ., η “ανάπτυξη” του καπιταλισμού και η σοσιαλιστική ανάπτυξη δεν είναι ταυτόσημες, αλλά αντίθετες έννοιες. Το θέμα είναι ποιος κερδίζει από αυτήν. Στην ΕΣΣΔ κέρδιζε ο απλός εργαζόμενος που είδε σε 25 χρόνια τη χώρα του να αλλάζει πρόσωπο και τη ζωή του να αλλάζει …πλανήτη σε σχέση με τον τσαρισμό, στον καπιταλισμό κερδίζουν μια χούφτα κηφήνες σε βάρος της κοινωνίας.

Σοσιαλισμός σε μια μόνο χώρα, μύθος ή πραγματικότητα;

Μια σημαντική πλευρά της συζήτησης, αφορά το εφικτό της επιβίωσης μιας σοσιαλιστικής οικονομίας, σε συνθήκες ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης. Το θέμα, τέθηκε από το σχολιαστή με το ψευδώνυμο allenaki, ως εξής:

"Kαι πως θα σταθεί μια “μη καπιταλιστική” επιχείρηση σήμερα; Δεν θα πρέπει να επενδύσει σε τεχνολογία, να επεκταθεί σε άλλες αγορές, να συγχωνεύσει και να συγχωνευθεί, να μεγαλώσει … να γίνει τελικά μονοπώλιο; [..] Όταν το κράτος αυτό πρέπει να εξάγει τα προϊόντα του θα πρέπει να γίνει “καπιταλιστικά ανταγωνιστικό” με φθηνό εξαγώγιμο προϊόν. Επίσης θα πρέπει να έχει δημιουργήσει πάλι μια ευρύτερη “εσωτερική αγορά” προσαρτώντας διάφορες χώρες… [γειτονικές ή όχι] στο δικό του μοντέλο. Επίσης θα χρειάζεται να αγοράζει όσες πρώτες ύλες δεν διαθέτει από άλλα μη σοσιαλιστικά κράτη καταβάλλοντας το ισοδύναμο του εμπορεύματος σε χρήμα, που σημαίνει ότι θα πρέπει προηγουμένως να έχει εισπράξει, όλα αυτά παραπέμπουν τελικά σε ανταγωνισμό. Πως όμως θα παράγουν φθηνό εξαγώγιμο προϊόν οι παραγωγικές μονάδες όταν θα έχουν από την πρώτη μέρα λειτουργίας τους αυξημένο κόστος εργασίας [εφόσον θέλουν να είναι σοσιαλιστικές], με διανομή κερδών στους εργαζόμενους κτλ. κτλ. Ανεφάρμοστο μοιάζει όλο αυτό."

Αρχικά, δεν είναι άσκοπο να επαναλάβω εν συντομία τα βασικά χαρακτηριστικά μιας σοσιαλιστικά οργανωμένης οικονομίας. Καταρχάς, δε μιλάμε για ατομική ιδιοκτησία στην παραγωγή, αλλά για κρατική-κοινωνική ιδιοκτησία. Όλο το εξωτερικό εμπόριο είναι στα χέρια του κράτους. Μεταξύ των κρατικών παραγωγικών μονάδων τα προϊόντα ανταλλάσσονται σε ποσότητες που καθορίζονται από το πλάνο και όχι με βάση τους νόμους της αγοράς. Τα συνεταιριστικά αγροκτήματα υποχρεούνται να παραδίδουν στο κράτος τις νόρμες παραγωγής που τίθενται από το πλάνο και μόνο το περίσσευμα μπορούν να το διαθέτουν στην αγορά, σε ελεγχόμενες πάντως τιμές. Οι συνεταιρισμοί δεν έχουν ιδιοκτησία στη γη και τον εξοπλισμό, απλά δικαίωμα χρήσης και διάθεσης του πλεονάσματος. Η συνεχής τεχνική βελτίωσης της παραγωγής προκύπτει ως ανάγκη από το ότι το σύστημα πρέπει να αυξάνει τις παραγόμενες ποσότητες (ιδίως στους τομείς παραγωγής μέσων παραγωγής – εργαλειομηχανών, δομικών υλικών, υποδομών κλπ.) και για να καλύπτει τις τρέχουσες ανάγκες και για να αυξάνει διαρκώς τις πάγιες δομές παραγωγής. Τέλος, η επέκταση σε νέες αγορές δεν αποτελεί στόχο στο σοσιαλισμό, γιατί η παραγωγή δεν έχει ως σκοπό το κέρδος, αλλά την κάλυψη των αναγκών του πληθυσμού. Στο σοσιαλισμό η αποδοτικότητα δεν κρίνεται από τις “πωλήσεις”, διότι δεν υπάρχει αγορά, αλλά από το βαθμό ικανοποίησης των αναγκών του πληθυσμού και από τη σχεδιασμένη και ορθολογική αξιοποίηση των πλουτοπαραγωγικών πηγών, ούτως ώστε να διασφαλίζεται η διαρκής διεύρυνση της παραγωγικής βάσης της λαϊκής οικονομίας.

Από εκεί και πέρα, σε ό,τι αφορά το ζήτημα της δυνατότητας ολοκλήρωσης της σοσιαλιστικής οικοδόμησης σε συνθήκες ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης, ποτέ δεν ισχυριστήκαμε ως κομμουνιστές ότι το ιδανικό μας μπορεί να υλοποιηθεί 100% σε μια μόνο χώρα. Ο σοσιαλισμός μπορεί να χτιστεί, στις βασικές του δομές, σε μια χώρα, αλλά δε μπορεί να φτάσει στο τέρμα του δρόμου, στην κομμουνιστική αταξική κοινωνία, χωρίς την διεθνή του κατίσχυση έναντι των καπιταλιστικών κρατών. Στο διεθνές εμπόριο, όπως σωστά παρατηρεί ο συνομιλητής μας, εξακολουθεί να ισχύει ο νόμος της αξίας και δι αυτού οι διεθνείς καπιταλιστικές ενώσεις και ο ιμπεριαλισμός θα προσπαθούν πάντα να “εκβιάσουν” το σοσιαλιστικό κράτος ή στρατόπεδο, εν γένει (όπως άλλωστε και έγινε). Γι αυτό, πέραν των καθαρά οικονομικών “αμυντικών” μέτρων, βασικά μέλημά μας ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΣΥΝΥΠΑΡΞΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΕΣ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ, αλλά το να βοηθήσουμε να γίνει και στις άλλες χώρες επανάσταση, να γκρεμίσουμε παντού τα σαπισμένα καθεστώτα της εκμετάλλευσης. Αυτό το καθήκον δεν αφορά μόνο τις όμορες χώρες (όπως υπονοήθηκε, αν και δε μου αρέσει ο όρος “προσαρτήσεις”, μόνοι τους οι εργάτες των άλλων χωρών – κι εμείς στο πλάι τους – θα ανατρέψουν τα αφεντικά τους), αλλά το σύνολο των χωρών. Ένα το κρατούμενο…

Επίσης, δε θα συμφωνήσω καθόλου με την άποψη ότι οι σοσιαλιστικές παραγωγικές μονάδες θα έχουν αυξημένο κόστος σώνει και καλά. Το 2010 δεν είναι 1917 και ακόμα και στις σχετικά ενδιάμεσες και εξαρτημένες χώρες σαν την Ελλάδα έχει αναπτυχθεί αρκετά ο καπιταλισμός και η τεχνολογική βάση της παραγωγής, ώστε να δίνει συγκριτικά πλεονεκτήματα σε κάθε χώρα, όταν αποφασίσει ο λαός της να βαδίσει στο δρόμο της σοσιαλιστικής επανάστασης. Επιπλέον, είναι σαφές ότι ειδικά τον πρώτο καιρό ένα πολύ μεγάλο μέρος του παραγόμενου πλούτου θα αξιοποιείται για συσσώρευση και όχι διανομή, για να πλατύνει γρήγορα η βάση της παραγωγής, να αυξηθεί η παραγωγικότητα, να καλυφθούν οι ανάγκες του πληθυσμού και να στηριχθεί η λαϊκή οικονομία. Παράλληλα, το σοσιαλιστικό κράτος θα αναπτύξει διεθνείς σχέσεις, εκμεταλλευόμενο τις αντιθέσεις μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Π.χ. έτσι σώθηκε η Κούβα, στηριζόμενη στη Βενεζουέλα, αλλά και στην Κίνα – και σήμερα, δειλά-δειλά και με τη Ρωσία ξανά. Είναι τέτοια η φαγωμάρα μεταξύ των παλιόσκυλων του ιμπεριαλισμού που ανοίγονται περιθώρια για εξωτερική πολιτική ευέλικτη, ικανή να εκμεταλλεύεται αντιθέσεις και να χτίζει προσωρινές συνεργασίες, με στόχο τελικά να ισχυροποιείται ο σοσιαλισμός εντός και εκτός χώρας. Καμία αυτάρκεια, λοιπόν, καμία κλειστή οικονομία – αλλά βεβαίως, πολλή προσοχή, περιφρούρηση (και) των οικονομικών συνόρων κλπ. Η πείρα της Κούβας που έμεινε ζωντανή λίγα χλμ. από την “κοιλιά του τέρατος”, δείχνει το δρόμο…

Οι σχέσεις κατανομής του κοινωνικού προϊόντος στο σοσιαλισμό

Μια από τις πιο ουσιαστικές πλευρές της συζήτησης, ήταν αυτή που περιστράφηκε γύρω από ζητήματα πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού και, ιδιαίτερα, γύρω από το ζήτημα των σχέσεων κατανομής του κοινωνικού προϊόντος. Η προβληματική των αστών συνομιλητών, πέραν της καθαυτό θεωρητικής συζήτησης, αντιμετώπισε τις σχέσεις αυτές ως την "αχίλλειο πτέρνα" της σοσιαλιστικής οικονομίας, ως τον παράγοντα εκείνο που υποχρέωσε στην "οπισθοδρόμηση" προς τις αγοραίες, εμπορευματικές σχέσεις. Ας δούμε πιο συγκεκριμένα την επιχειρηματολογία αυτή, δια στόματος εκείνου που τη συνόψισε με τον πιο επιτυχή τρόπο. Ο σχολιαστής "alone", γνωστός μας κι αυτός από το πρώτο μέρος της συζήτησης, έθεσε το θέμα ως εξής:

"Από τι καθορίζεται η αξία χρήσης για κάθε προϊόν ή είδος ομοειδών προϊόντων;

Καταρχήν, ένα πρώτο μέτρο είναι η ποσότητα εργασίας που ενσωματώνει. Ακόμα και στη σοσιαλιστική διαδικασία παραγωγής, η αξία ενός αγαθού καθορίζεται από την ποσότητα εργασίας που ενσωματώνεται στο προϊόν. Δεν παράγεται το ίδιο εύκολα ένα αυτοκίνητο με ένα αναπτήρα. Απαιτούν διαφορετικά ποσά πόρων, εργασίας, εξειδίκευσης, προηγούμενης μελέτης κτλ. Αλλά αυτό ισχύει και στα ομοειδή προϊόντα. Οι διαφορετικές ποιότητες απαιτούν συχνά, όχι πάντα, διαφορετικά ποσά εργασίας και προσπάθειας. Άρα κάθε αγαθό αντανακλά το σύνολο των πόρων που απαιτείται για την παραγωγή, θέτοντας και αντίστοιχους περιορισμούς.

Κατά δεύτερο, η αναγκαιότητα χρήσης του, η οποία είναι πολλές φορές σχετική, π.χ. αχρηστεύεται με την αντικατάσταση του από κάτι καινούριο, λόγω τεχνολογικής εξέλιξης.

Τρίτον, από τη ζήτησή του, δηλ. τη σχετική αποδοχή από το χρήστη του. Ή μήπως καταργείται η δυνατότητα επιλογής στο σοσιαλισμό;

Όλα τα παραπάνω δε θέτουν αυτονόητα και την ανάγκη μιας κλίμακας σύγκρισης μεταξύ αγαθών που πρέπει να μετρηθεί; Δηλαδή ποσοτικής αξιολόγησης; Άρα γεννιέται έστω και νοητά η ανταλλακτική αξία. Πως θα καθοριστεί π.χ. το τι δικαιούται και μπορεί να απολαμβάνει ο εργαζόμενος στη σοσιαλιστική κοινωνία, ανάμεσα σε διαφορετικά προϊόντα και είδη, εφόσον θεωρούμε ότι υπάρχει το δικαίωμα επιλογής; Kαι τι θα γίνει, ας πούμε, αν μια χρονιά έχουμε έλλειψη κάποιων προϊόντων; Κακή σοδειά, δεν παρήχθησαν αρκετές ντομάτες. Θα ισοκατανείμει η σοσιαλιστική κυβέρνηση το προϊόν σε όλους; Πάει το δικαίωμα επιλογής. Εάν υπάρχει ένα αντίτιμο, ας πούμε χρήμα, που αντανακλά την αξία του προϊόντος την εκάστοτε στιγμή, εγώ που θέλω πολύ τις ντομάτες είμαι διατεθειμένος να ξοδέψω παραπάνω για να τις αγοράσω μειώνοντας από άλλες δαπάνες. Όμως έτσι εμφανίζεται ο νόμος προσφοράς και ζήτησης που δεν ταιριάζει στο μοντέλο μας. Ο συγκεντρωτικός προγραμματισμός δεν μπορεί να παρέμβει επιτυχώς σε τέτοια ζητήματα και αυτή η αδυναμία φάνηκε στην ΕΣΣΔ, όπου γρήγορα εγκαταλείφθηκε η προσδοκία για κατάργηση της ανταλλακτικής αξίας που είναι η βάση της εμπορευματικής παραγωγής. Η κατάργησή της θα σήμαινε και την κατάργηση ουσιαστικά του χρήματος. Κάτι τέτοιο παραπέμφθηκε στο υπερμέλλον. Αντίθετα, το σύστημα αυτό δούλεψε πολύ ικανοποιητικά σε μεγάλες κλίμακες π.χ. υποδομές, δίκτυα, ενέργεια κτλ."

Όπως προκύπτει από το παραπάνω απόσπασμα, ο alone ισχυρίζεται ότι κάθε τι που παράγεται στο σοσιαλισμό, τελικά θα καταλήξει στο να ανταλλαχτεί, άρα αγορά, άρα αξία, άρα χρήμα, άρα κλπ. κλπ. Οι συλλογισμοί του είναι εσφαλμένοι. Και ιδού το γιατί.

Όταν λέει “η αξία χρήσης καθορίζεται από την ποσότητα εργασίας που ενσωματώνεται στο προϊόν”, αυτομάτως μιλάει για ανταλλακτική αξία και όχι για αξία χρήσης. Η αξία χρήσης είναι ποιοτικό και όχι ποσοτικό μέγεθος. Π.χ. αξία χρήσης του καπέλου είναι ότι καλύπτει το κεφάλι, του αυτοκινήτου ότι μας μεταφέρει εύκολα, άνετα κλπ. Στον καπιταλισμό, μια βιοτεχνία που παράγει σε μια 8ωρη βάρδια ένα τόνο πλαστικά ποτηράκια και μια βιομηχανία που παράγει στον ίδιο χρόνο 50 τόνους (δηλ. 50 φορές μεγαλύτερη αξία), εντούτοις παράγουν προιόν με την ίδια αξία χρήσης. Επομένως, η ποσότητα εργασίας δεν έχει καμία σχέση εδώ. Από την άλλη, στο σοσιαλισμό δεν υπάρχει αγορά, οπότε δεν υπάρχει ανταλλαγή, ούτε και αξία ανταλλαγής. Αυτό το λες εύκολα, όμως το καταλαβαίνεις δύσκολα και όλο το πρώτο μέρος του συλλογισμού του alone φανερώνει ότι δεν έχει κατανοήσει σε βάθος την έννοια της αξίας. Δεν τον αδικώ, μιας και είναι όντως μια σύνθετη έννοια που ακόμα και πολλοί που κινούνται στον "μαρξίζοντα" (και όχι μαρξιστικό) "χώρο" δυσκολεύονται να συλλάβουν σε όλο της το βάθος.

Σε μια οικονομία εμπορευματοπαραγωγών, όπως είπαμε, η παραγωγή έχει ως σκοπό της την ανταλλαγή (και δευτερευόντως μόνο την κάλυψη της συγκεκριμένης ανάγκης, γιατί αν δε μεσολαβήσει ανταλλαγή καμία ανάγκη δεν καλύπτεται). Αυτό σημαίνει ότι και η ανθρώπινη εργασία αποκτά "διττό" χαρακτήρα: σε πρώτο επίπεδο έχουμε την παραγωγή μιας καθορισμένης αξίας χρήσης, δηλαδή τη συγκεκριμένη ατομική εργασία του ράφτη, του τσαγκάρη, του μηχανουργού κλπ. Σε δεύτερο επίπεδο έχουμε την "αφηρημένη εργασία" που ενσωματώνεται στο κάθε προϊόν, έτσι ώστε να καθίσταται αυτό "συγκρίσιμο" με όλα τα άλλα που κυκλοφορούν στην αγορά. Σωστά ο alone παρατηρεί (και το είπαμε και εμείς στο πρώτο μέρος της συζήτησης) ότι ΟΛΟΚΛΗΡΟ το προϊόν (από την άποψη της αξιακής σύστασής του) ΕΙΝΑΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΕΡΓΑΣΙΑ, αφενός "νεκρή" (δηλ. εργασία που ενσωματώθηκε στις πρώτες ύλες και τα μηχανήματα που χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή του, όταν αυτά είχαν παραχθεί), αφετέρου "ζωντανή", δηλ. η εργασία που δαπάνησε ο άμεσος παραγωγός του. Στο επίπεδο, λοιπόν, της ανταλλακτικής αξίας η ανθρώπινη εργασία νοείται ως "αφηρημένη εργασία", ως πράξη του παράγειν δηλαδή, ανεξάρτητα της ιδιαίτερης φύσης της. Έτσι, με αυτή την έννοια, αν για την παραγωγή ενός ζευγαριού παπουτσιών κατά μέσο όρο (δηλ. στο μέσο χρόνο παραγωγής όλων των τσαγκαράδικων της χώρας) απαιτείται χρόνος εργασίας 1 λεπτού, ενώ για την παραγωγή ενός κιλού ντομάτας απαιτείται αντίστοιχα μέσος χρόνος 1,2 δευτερολέπτων, τότε εύκολα μπορεί κανείς να υπολογίσει ότι ένα ζευγάρι παπούτσια έχει την ίδια αξία με 50 κιλά ντομάτες. Αν τώρα ορίσουμε ένα από τα χιλιάδες εμπορεύματα που κυκλοφορούν στην αγορά, συγκεκριμένα το χρυσό ως το "γενικό ισοδύναμο", δηλ. το εμπόρευμα με το οποίο συγκρίνονται όλα τα άλλα προκειμένου να προκύψει η αξία τους, υποθέσουμε ότι μια ουγκιά χρυσού απαιτεί για την παραγωγή της χρόνο εργασίας 1,6 δευτερολέπτων και ονομάσουμε "1 ευρώ" την αξία που αντιστοιχεί σε 1,25 ουγκιές χρυσού, τότε με απλούς υπολογισμούς προκύπτει ότι η τιμή ενός ζευγαριού παπουτσιών είναι 100 ευρώ και του ενός κιλού ντομάτας 2 ευρώ.

Ποια είναι η βασική ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ προϋπόθεση για την παραπάνω διαδικασία; Μα φυσικά, το γεγονός ότι τα μέσα παραγωγής, όπως και το προιόν της, είναι ΑΤΟΜΙΚΗ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ του κάθε εμπορευματοπαραγωγού. Γιατί όμως; Διότι αν ο Χ έχει παπούτσια και χρειάζεται ντομάτες και ο Ψ το αντίθετο, η συνάντησή τους στην αγορά είναι συνάντηση δυο τυπικά "ισότιμων" ατόμων που αναζητούν ένα "δίκαιο μέτρο" για να ανταλλάξουν τις ιδιοκτησίες τους. Μεταξύ ισότιμων κοινωνικά παραγωγών που κατέχουν ο καθένας μέσα παραγωγής και φυσικά και τα προιόντα που αυτά τα μέσα παράγουν, δεν υπάρχει άλλος "κανονικός" τρόπος να διατεθούν τα αγαθά στην κοινωνία (η κλοπή, ο πόλεμος κλπ. είναι άλλο ζήτημα). Ας φανταστούμε, τώρα, ότι στο παραπάνω μοντέλο "απλής εμπορευματικής παραγωγής" προστίθενται και μερικά άτομα που ΔΕΝ είναι ιδιοκτήτες μέσων παραγωγής, αλλά μόνο εργατικής δύναμης, την οποία και πωλούν σε κάποιους κατόχους μέσων παραγωγής, οι οποίοι την αγοράζουν (μισθώνουν) όπως και τις πρώτες ύλες τους, τα εργαλεία κλπ. Στο πρώτο μέρος της συζήτησης εξηγήσαμε ότι στη διαδικασία παραγωγής με τέτοιους όρους (καπιταλιστικούς) παράγεται η υπεραξία, δηλ. η υπεξαίρεση από πλευράς κεφαλαιοκράτη του απλήρωτου μέρους της εργασίας του μισθωτού του. Από τη στιγμή που ο εργάτης θα πληρωθεί το μισθό του, δηλ. θα γίνει κάτοχος του χρηματικού εμπορεύματος, μπορεί εξίσου καλά να το ανταλλάξει όπως και οι εμπορευματοπαραγωγοί (καπιταλιστές και μη) με ποσότητες εμπορευμάτων που κυκλοφορούν στην αγορά. Στην περίπτωση αυτής της ανταλλαγής και ο εργάτης εμφανίζεται ισότιμος με τον έμπορο, ως δυο κάτοχοι εμπορευμάτων (χρήμα ο ένας, ντομάτες π.χ. ο άλλος) που τα ανταλλάσσουν στο "δίκαιο μέτρο" της αξίας τους. Αυτό είναι, πολύ απλουστευμένα, το μοντέλο της καπιταλιστικής εμπορευματικής παραγωγής.

Στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό, αυτή η βασική κοινωνική προυπόθεση της εμπορευματικής παραγωγής ΑΠΟΥΣΙΑΖΕΙ. Τα μέσα παραγωγής (και άρα και το προιόν της) ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΤΟΜΙΚΗ, αλλά ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ιδιοκτησία. Εδώ, ο Χ παράγει παπούτσια και ο Ψ ντομάτες, αλλά τα εργαλεία, οι πρώτες ύλες ΚΑΙ το προιόν τους ΑΝΗΚΟΥΝ ΕΞΙΣΟΥ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΔΥΟ. Εδώ, λοιπόν, δεν τίθεται θέμα ανταλλαγής αλλά μονάχα "κατανομής" του πλούτου στους δικαιούχους του, οι οποίοι τον δικαιούνται εξίσου και η μόνη δεκτή "αναλογία" είναι η εντελώς φυσική αναλογία που πηγάζει από τις διαφορετικές ανάγκες του καθενός. Ο Χ είναι πιο μεγαλόσωμος και τρώει περισσότερο, ο Ψ έχει περισσότερα παιδιά άρα χρειάζεται μεγαλύτερο σπίτι κλπ. Το κοινό προιόν "κατανέμεται" στα μέλη της κοινωνίας αναλογικά με τις ανάγκες του καθενός. Αυτό, σε πολύ αδρές γραμμές, είναι η βασική αρχή του κομμουνισμού. Επίσης, η εργασία σε αυτό το σύστημα παραγωγής χάνει το διττό της χαρακτήρα (συγκεκριμένη και αφηρημένη) και απομένει μόνο ο ατομικός, συγκεκριμένος χαρακτήρας της. Στα πλαίσια της κομμουνιστικής κοινωνίας δεν έχουν θέση κατηγορίες της πολιτική οικονομίας, όπως η αξία, η τιμή, ο μισθός. Ακόμα και οι πρώτες ύλες και τα ενδιάμεσα προϊόντα (που χρησιμοποιούνται και αυτά ως πρώτες ύλες σε επόμενα στάδια της παραγωγής) κατανέμονται ανάμεσα στις παραγωγικές μονάδες σε ποσότητες που καθορίζονται από το ορθολογικό κοινωνικό πλάνο με κριτήριο την διασφάλιση της διαρκούς αύξησης της παραγωγικότητας, ώστε να είναι δυνατή η ικανοποίηση των συνεχώς διευρυνόμενων κοινωνικών αναγκών.

Τι γίνεται, τώρα, στο πρώτο στάδιο της κομμουνιστικής κοινωνίας, αυτό που αποκαλούμε "σοσιαλισμό"; Επειδή ο κοινωνικός πλούτος ακόμα δεν έχει φτάσει σε τέτοιο επίπεδο αφθονίας (για εξωτερικούς και εσωτερικούς παράγοντες), ώστε να επαρκεί για όλους αναλογικά με τις ανάγκες τους, προκύπτει η κοινή ανάγκη όλων, αφενός να βρεθεί ένα "προσωρινό" (με την ιστορική έννοια) μέτρο κατανομής, αφετέρου να σχεδιαστεί με τον γρηγορότερο και πιο ορθολογικό τρόπο η διεύρυνση της κοινωνικής παραγωγής ώστε να φτάσει αυτή στο επίπεδο αφθονίας που απαιτείται. Το "προσωρινό" αυτό μέτρο είναι η αναλογική συμμετοχή του κάθε παραγωγού στην κοινή εργασία. "Ανάλογα με την εργασία" λοιπόν, είναι η σοσιαλιστική αρχή κατανομής. Πρέπει βέβαια να τονίσουμε εδώ ότι ήδη εξαρχής ένα μέρος του κοινωνικού προιόντος (π.χ. Υγεία, Παιδεία, κοινωνικές υποδομές κλπ.) διανέμεται προς όλους ανάλογα με τις ανάγκες του καθενός χωρίς περιορισμό. Με την ανάπτυξη της παραγωγικότητας της εργασίας και τη διαρκή εκμηχάνιση-αυτοματοποίηση της παραγωγής, τη διεύρυνση της υλικοπαραγωγικής βάσης, την τελειοποίηση του μηχανισμού σχεδιοποίησης της οικονομίας, το μέρος αυτό διευρύνεται σταδιακά, μέχρις ότου να φθάσουμε εξολοκλήρου στην αρχή διανομής "ανάλογα με τις ανάγκες", δηλαδή στην πλήρη κομμουνιστική κατανομή. Η διεύρυνση αυτή δε γίνεται "διοικητικά", ούτε με υποκειμενικά κριτήρια. Υλική βάση γι αυτήν είναι η διαρκής άνοδος της αυτοματοποίησης της παραγωγής που οδηγεί από τη μια στην έκρηξη της παραγωγικότητας και από την άλλη στη βαθμιαία αλλαγή στα χαρακτηριστικά της εργασίας, με την όλο και μεγαλύτερη ομογενοποίηση των χαρακτηριστικών της, την σταδιακή κατάργηση της χειρωνακτικής εργασίας, την επέκταση των εποπτικών λειτουργιών, των λειτουργιών διεύθυνσης της αυτοματοποιημένης παραγωγής. Οι αλλαγές αυτές δίνουν τη δυνατότητα για τη ραγδαία μείωση του χρόνου εργασίας αλλά και το ξεπέρασμα του κοινωνικού καταμερισμού ανάμεσα στη διανοητική και τη χειρωνακτική εργασία, ανάμεσα στη διευθυντική και εκτελεστική εργασία.

Εδώ μπαίνει και το σοβαρό ζήτημα του ρόλου του χρήματος στο σοσιαλισμό. Εδώ, μόνο στη μορφή διατηρείται το χρήμα που ξέρουμε από την καπιταλιστική κοινωνία. Το οικονομικό και κοινωνικό περιεχόμενο είναι τελείως διαφορετικό. Στην αναπτυγμένη σοσιαλιστική οικονομία το χρήμα δεν αποτελεί "γενικό ισοδύναμο" στα πλαίσια της εμπορευματικής κυκλοφορίας. Διατηρώντας την εξωτερική μορφή του τραπεζογραμμάτιου, αποτελεί στην ουσία "αποδεικτικό συμμετοχής" του κατόχου στην κοινωνική εργασία και "δικαίωμα απολαβής" συγκεκριμένου μέρους του κοινωνικού πλούτου, το οποίο αναλογεί στην εργασία που προσέφερε. Όπως ο μισθός καθορίζεται αναλογικά με βάση τη συμμετοχή στη συνολική κοινωνική εργασία (έτσι ώστε καθώς ομογενοποιούνται στην πορεία τα χαρακτηριστικά της τελευταίας να καθίσταται αυτός αναλογική συνάρτηση αποκλειστικά του ατομικού χρόνου εργασίας, ο οποίος συγχρόνως θα μειώνεται για όλους), έτσι και το χρήμα αποτελεί το αποδεικτικό αυτής της συμμετοχής. Δεν είναι το ίδιο εμπόρευμα, δεν ανταλλάσσεται, δεν έχει αξία. Εννοείται ότι στην πορεία προς τις κομμουνιστικές σχέσεις παραγωγής και κατανομής, η ανάγκη ύπαρξης ακόμα και αυτού του "αποδεικτικού" σταδιακά εκφυλίζεται και τελικά καταργείται, όπως και η αμοιβή μέσω μισθού και αντικαθίσταται από την άμεση πρόσβαση του παραγωγού στα αγαθά, ανάλογα με τις ανάγκες του.

Ο alone sυνεχίζει: “η αξία χρήσης καθορίζεται από την αναγκαιότητα”. Η φράση αυτή είναι ταυτολογία. Η αναγκαιότητα ΕΙΝΑΙ η αξία χρήσης. Αν π.χ. το μοντέλο πλυντηρίου Χ πλένει 5 κιλά ρούχα σε 1 ώρα και βγει το Ψ που για την ίδια ποσότητα χρειάζεται 30 λεπτά, το Χ απλώς ΔΕΝ είναι ΠΙΑ αναγκαίο και, συνεπώς, ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΚΑΜΙΑ ΑΞΙΑ ΧΡΗΣΗΣ. Ας προσέξουμε: μιλάμε για το σοσιαλισμό, αρχή του οποίου είναι να παρέχει στους πολίτες του το κάθε στιγμή βέλτιστο επίπεδο ικανοποίησης των αναγκών τους. Στον καπιταλισμό, όπου η αξία χρήσης συνυπάρχει με την ανταλλακτική αξία, η αξία χρήσης του Χ ΔΕΝ ΜΗΔΕΝΙΖΕΤΑΙ διότι απευθύνεται σε πιο φτωχά στρώματα που δεν έχουν τη δυνατότητα να αγοράσουν το “καλό” Ψ. Αλλά από τη σκοπιά του σοσιαλισμού, αυτό δεν παίζει κανένα ρόλο.

Ήδη θεωρώ ότι έχουν απαντηθεί στο μεγαλύτερο μέρος τους οι σκέψεις του alone. Το βασικό τους πρόβλημα είναι η στατική θεώρηση μιας δυναμικής διαδικασίας όπως είναι η σοσιαλιστική οικοδόμηση και, μάλιστα, μια στατική θεώρηση με κριτήρια του καπιταλιστικού «σήμερα». Σαφώς και δεν τίθεται ζήτημα αντιπαράθεσης ανάμεσα στην ελευθερία του παραγωγού να διαλέξει αν θα φάει κυρίως πατάτες ή φασολάκια και στο μηχανισμό της κατανομής των αγαθών. Η στενότητα στην διαθέσιμη ποσότητα ενός αγαθού (πολύ περισσότερο αγαθών πρώτης ζήτησης, τροφίμων, ρούχων κλπ.) είναι σήμερα πολύ περισσότερο αντιμετωπίσιμη τεχνολογικά (πλην εντελώς έκτακτων τοπικά και χρονικά περιπτώσεων, όπου εκεί ακόμα και ο καπιταλισμός εφάρμοσε πρακτικές περιορισμών στην κατανάλωση, π.χ. δελτίο στα τρόφιμα σε περιπτώσεις πολέμου, εκτεταμένων φυσικών καταστροφών κλπ.). Αλλά και σε συνήθεις περιόδους, κανείς δεν υποχρεώνει τον εργαζόμενο στο σοσιαλισμό να καταναλώνει υποχρεωτικά το α’ ή το β’ αγαθό. Εδώ μιλάμε για τη δυνατότητα που του δίνει να το κάνει (αυξάνοντας διαρκώς την παραγωγικότητα) και για τον τρόπο που το κάνει, όχι μέσω αγοράς ή, τουλάχιστον με διαρκώς συρρικνούμενη μέχρις εξαλείψεως την αγορά έναντι της απευθείας πρόσβασης στα αγαθά μέσα από το δίκτυο κρατικών πρατηρίων διάθεσης).

Στο τέλος, στον alone απομένει ως βασικό επιχείρημα ο ρόλος της σχετικής αποδοχής από το χρήστη, ως προσδιοριστικό της αξίας χρήσης και, άρα, αιτία εμφάνισης ανταλλαγής. Και εδώ μπερδεύονται άσχετα πράγματα. Καταρχάς, ούτε στον καπιταλισμό το «δικαίωμα της επιλογής» είναι απεριόριστο. Δεν πάει ο καθένας στην αυτοκινητοβιομηχανία που επιθυμεί και παραγγέλλει ένα αυτοκίνητο της ειδικής του αρεσκείας, μην τρελαθούμε κιόλας. Ούτε έχει ο καθένας τη δυνατότητα να αποκτήσει ένα αυτοκίνητο. Οι καπιταλιστές, βεβαίως, προσαρμόζουν την παραγωγή τους στις τάσεις της αγοράς – τις οποίες εν πολλοίς διαμορφώνουν οι ίδιοι με τη διαφήμιση και τους μηχανισμούς διαμόρφωσης ψευδών καταναλωτικών αναγκών. Από την άλλη, βεβαίως και η σοσιαλιστική π.χ. αυτοκινητοβιομηχανία και πρέπει και μπορεί να έχει τη δυνατότητα να παράγει διάφορους τύπους οχημάτων, σε ποσότητες βασισμένες στο γενικό πλάνο που παίρνει υπόψη του σταθμισμένα το σύνολο των αναγκών (για μετακίνηση, ενεργειακή κατανάλωση, δαπάνη πρώτων υλών και εργασίας κλπ.) και βεβαίως σε μια επίσης ορθολογικά προσδιορισμένη γκάμα τεχνικών, λειτουργικών, ακόμα και αισθητικών χαρακτηριστικών. Τίποτε από όλα αυτά δεν έχει να κάνει με αγορά, ανταλλαγή κλπ. κλπ.

Αν ως τώρα η συζήτηση για το εφικτό της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής προοπτικής περιορίστηκε σε «καθαρά οικονομικούς» όρους, ο σχολιαστής «Α.Κ.» θα στρέψει την προσοχή μας στην επίδραση της συνείδησης, παράγοντα οπωσδήποτε όχι ασήμαντο. Ιδού πως:

«Η απόλυτα αταξική κοινωνία για τους μαρξιστές είναι εφικτή, για μένα όχι. Εξηγούμαι: ακόμα και αν ξεφύγεις από τις τάξεις που ορίζονται με οικονομικούς όρους και κατοχή ή όχι των μέσων παραγωγής, θα πέσεις σε άλλου είδους “τάξεις”: ποιοι θα αποφασίζουν προς τα που θα οδεύει η κοινωνία; ποιοι θα την υπερασπίζονται; ποιοι απλά θα ακολουθούν την ορισμένη από άλλους πορεία; κ.ο.κ. Ακόμα και αν αποφασίζει η πλειοψηφία, τι θα κάνεις με τη μειοψηφία; Και αυτή ένα είδος “τάξης” δεν είναι; Ας υποθέσουμε ότι αρχικά μοιράζεται ο ΠΛΟΥΤΟΣ ισόποσα, ισομερώς, δίκαια κ.ά. ας διαλέξει κανείς όποια λέξη θέλει. Ποιος θα αποφασίζει τι θα παράγουμε για να ανταπεξέλθουμε στο ελάχιστο επίπεδο αναγκών, και ποιος το όρισε αυτό το ελάχιστο επίπεδο αναγκών; Και γιατί αυτό και όχι ένα ανώτερο ή κατώτερο; Τι θα γίνει με αυτούς που δεν τους αρέσει αυτό το επίπεδο; Θα υποστούν καταπίεση; Ακόμα και αν η αρχική μοιρασιά είναι ακριβοδίκαιη, οι διαφορετικές ανάγκες, ικανότητες, οράματα, επιθυμίες, παρορμήσεις θα ωθήσουν τον κόσμο σε ανταλλαγή, παραγωγή εμπόριο κτ.λ. Τι θα κάνουμε; Θα τα σταματήσουμε;
Η θεωρία αυτή προϋποθέτει ομοιόμορφους ανθρώπους, ίδιες ανάγκες, ομοφωνία στους στόχους της κοινωνίας. Πράγματα ανέφικτα για μένα. Το κυριότερο πρόβλημα που παρουσίαζεται στην κομμουνιστική θεωρία είναι η ΈΛΕΥΘΕΡΙΑ. Οχι η ελευθερία να διαλέξω ανάμεσα σε FORD και CITROEN , αλλά την ελευθερία (ή την ψεύδαίσθησή της – το ίδιο σημαντικό) ότι ΕΓΩ κανονίζω τη ζωή μου και όχι άλλος.»


Πραγματικά, τι να πει κανείς μπροστά στην αδυναμία των αστών να σκεφθούν έστω και για λίγο «εκτός» των πλαισίων της κοινωνίας που υπερασπίζονται. Πρώτα-πρώτα δε μπορούν να συλλάβουν τι εστί «δίκαιη κατανομή». Γι αυτούς, η δικαιοσύνη είναι θέμα «εξισωτισμού», ο οποίος έρχεται σε αντίφαση με τις διαφορετικές ανάγκες των ανθρώπων. Όμως, η θεώρηση αυτή τους οδηγεί σε κραυγαλέες αντιφάσεις: αν, φίλε Α.Κ., μας «χρεώνεις» την άποψη πως η δικαιοσύνη είναι απλά η ισοκατανομή των αγαθών, τότε γιατί θα έπρεπε να μας «κόφτει» το ποιος θα αποφασίζει για τις ανάγκες; Αφού όποιες κι αν είναι, τα αγαθά θα μοιράζονται στα ίσια – έτσι δε λέτε; Ούτε καν σου περνά από τη σκέψη ότι ακριβώς «δίκαιη κατανομή» ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ η κατανομή ανάλογα με τις ανάγκες και ότι εμείς οι κομμουνιστές ΓΙΑ ΜΙΑ ΤΕΤΟΙΑ ΚΑΤΑΝΟΜΗ παλεύουμε. Και, αντίστροφα, αν «αποφαίνεσαι» ότι θα υπάρχουν πάντα «κάποιοι που θα αποφασίζουν ποιες είναι οι ανάγκες», τότε γιατί μας κατηγορείτε για «εξισωτισμό που παραγνωρίζει τις ατομικές ιδιαιτερότητες»; Ούτε που τους περνά από το μυαλό ότι το να παίρνουν τις αποφάσεις «όλοι» δε σημαίνει «κανένας», αλλά «ο καθένας», δηλαδή «όλοι εναλλάξ». Είναι η λειτουργία των μηχανισμών της εργατικής εξουσίας, του εργατικού και κοινωνικού ελέγχου στην παραγωγή που αποτελούν τη δικλείδα ώστε τα κριτήρια με τα οποία προγραμματίζεται η ποσότητα της παραγωγής και διαμορφώνεται η γκάμα των ποιοτικών της χαρακτηριστικών να τείνουν διαρκώς προς την ικανοποίηση του συνόλου των διευρυνόμενων αναγκών της κοινωνίας. Η κοινωνία, μέσα από τους θεσμούς της εργατικής εξουσίας, βρίσκεται σε συνεχή αλληλεπίδραση με το καθοδηγητικό της κέντρο, το εργατικό κράτος και το κόμμα, συμμετέχει στη διαμόρφωση του πλάνου. Όμως εδώ δε μιλάμε για το τυφλό αυθόρμητο της αγοράς. Η συζήτηση στα όργανα της εργατικής εξουσίας βασίζεται και αντανακλά (σ)τη συνειδητή θέληση να ενδυναμώνεται ο σοσιαλιστικός χαρακτήρας της οικονομίας και, προς αυτή την κατεύθυνση, οι ίδιοι οι εργαζόμενοι συνειδητά αντιλαμβάνονται τους αναγκαίους περιορισμούς. Η ελευθερία επιλογής στο σοσιαλισμό, δεν έχει σχέση με την αστική αντίληψη της ελευθερίας, την τυπική δηλαδή ευκαιρία άσκησης δικαιωμάτων που είναι ουσιαστικά αδύνατο να ασκηθούν από όλους. Η μαρξιστική αντίληψη για την ελευθερία, βλέπει ως ελεύθερο άνθρωπο (και παλεύει γι αυτόν), εκείνον που οικοδομεί τη ζωή του με συνειδητή γνώση των νομοτελειών που τη διέπουν. Η εργατική εξουσία, εκτός από τη διεύθυνση της οικονομίας, διαπαιδαγωγεί και καλλιεργεί πρότυπα και αξίες στους εργαζόμενους, πολύ διαφορετικά από τον αστικό καταναλωτισμό. Είναι εύκολο να ανακαλύπτει κανείς προβλήματα και δυσλειτουργίες, όταν έχει στο νου του τον εξατομικευμένο και αλλοτριωμένο άνθρωπο του καπιταλισμού. Η εργατική εξουσία, όμως, διαμορφώνει πρώτα-πρώτα έναν άλλο τύπο ανθρώπου – που υπεύθυνα και συνειδητά επιλέγει να σχεδιάζει το μέλλον του από κοινού με τους ομοίους του, σε κλίμα ισότητας και αλληλοσεβασμού, κατανοώντας το ρόλο του, τόσο σε σχέση με την κοινωνία, όσο και σε σχέση με τη φύση. Οι περιορισμοί, εδώ (π.χ. έστω ότι υπάρχει σχετικό έλλειμμα αυτοκινήτων σε σχέση με τον αριθμό των οικογενειακών νοικοκυριών) αντιμετωπίζονται πολυεπίπεδα: στο παράδειγμά μας π.χ., εκτός της σταδιακής αύξησης της παραγωγής αυτοκινήτων (στο βαθμό που είναι αυτό εφικτό), με κοινωνικά κριτήρια στην ιεράρχηση της πρόσβασης των πολιτών στο συγκεκριμένο αγαθό (π.χ. άλλη ανάγκη έχει μια πολύτεκνη οικογένεια, ή ένας εργαζόμενος που εργάζεται σε σχετική απόσταση από τον τόπο κατοικίας του από άλλους που δεν έχουν τις ίδιες ανάγκες), με κοινωνικές πολιτικές ανάπτυξης και δωρεάν χρήσης των υψηλής ποιότητας δικτύων μαζικών μεταφορών, με σχεδιασμό των οικιστικών και παραγωγικών μονάδων έτσι ώστε να ελαττώνεται η ανάγκη άσκοπων μετακινήσεων για εργασιακούς λόγους κλπ., αντί για τα χαώδη μεγαθήρια των καπιταλιστικών μητροπόλεων κλπ.

Για να είμαστε δίκαιοι απέναντι στην πραγματικότητα, στις σοσιαλιστικές χώρες εμφανίστηκαν όχι λίγα κι όχι ασήμαντα προβλήματα στον τομέα αυτό. Υπήρξαν σοβαρές παραβιάσεις των αρχών του σοσιαλισμού που οδήγησαν στη σταδιακή διάρρηξη των δεσμών της εργατικής τάξης με το ίδιο της το κράτος και τα όργανα εξουσίας της, καθώς διαμορφώθηκαν μέσα από το ίδιο το εσωτερικό της διευθυντικά στρώματα με ιδιαίτερα συμφέροντα που δεν επιθυμούσαν και τελικά ακύρωσαν προσωρινά την πορεία της κοινωνίας προς τα εμπρός. Ωστόσο, η βαθύτερη αιτία γι αυτή την εξέλιξη ήταν – επιστρέφω σε αυτό που έθιξα στην αρχή – η επαναφορά στον οικονομικό μηχανισμό στοιχείων της αγοράς και του κέρδους, ήδη από τη δεκαετία του ’60. Το να μη βλέπει κανείς τη σύνδεση, το να μην παρατηρεί ότι – ανεξάρτητα από λάθη, καθυστερήσεις και ανεπάρκειες – η περίοδος μέχρι τον πόλεμο (η ενδεκαετία 1945-1956 βασικά υπήρξε περίοδος ανασυγκρότησης από τις πολεμικές καταστροφές) ήταν περίοδος προώθησης και οικοδόμησης, ενώ η περίοδος από τις αρχές του ’60 μέχρι τον Γκόρμπι ήταν περίοδος οπισθοχώρησης και σταδιακής αποδόμησης του σοσιαλισμού, αυτό πια είναι εντελώς ασυγχώρητο και φανερώνει σκοπιμότητες. Το γεγονός ότι μια σειρά πλευρές της μετέπειτα πορείας είχαν τις απαρχές τους στην πρώτη περίοδο, δεν αλλάζει τη βασική εικόνα: αυτό που ξεκινά ως μια αναγκαστική επιλογή ή ως μια πρόχειρη θεωρητική λύση, ελλείψει μιας λεπτομερειακά επεξεργασμένης θεωρίας της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού, δε δικαιολογεί τη στροφή που έγινε. Αλλά γι αυτά θα πούμε μερικά πράγματα στο τελευταίο μέρος της συζήτησης.

"Ατομικιστική ψυχολογία", καπιταλισμός και σοσιαλισμός

Πέραν, όμως, της γενικόλογης κατηγορίας περί "μη παραγωγικού μοντέλου", το ιδεολογικό οπλοστάσιο της αστικής τάξης περιλαμβάνει και πιο ...ντελικάτα "όπλα", στην προσπάθειά της να αποδείξει το νομοτελειακό, τάχα, της επιστροφής στον καπιταλισμό. Μια κατεύθυνση της επιχειρηματολογίας, αφορά το "γιατί ο εργάτης δεν έχει λόγο να θέλει το σοσιαλισμό". Ο "Α.Κ." γράφει, σχετικά:

"...Δεν μπορούν όλοι να γίνουν επιχειρηματίες. Απλό και κατανοητό. Προέρχεται από τη διαφορά των ανθρώπινων δυνατοτήτων. Δεν είμαστε όλοι ίδιοι [...] Το σύστημα δουλεύει στην εντέλεια: σου λέει δούλεψε και θα γίνεις και συ πλούσιος. Μην υποτιμάμε καθόλου την υπόγεια δύναμη που ασκεί το αμερικανικό όνειρο σε όλες τις δυτικές κοινωνίες."


και ακόμα: "Ο άνθρωπος είναι από τη φύση του “λάτρης της βέλτιστης λύσης που βρίσκεται εκείνη την ώρα μπροστά του”. Με απλά λόγια, “καλά είμαι τώρα εργάτης έστω και κακοπληρωμένος. Που να τρέχω να εξεγείρομαι τώρα για κάτι αβέβαιο!"

Σαφώς και δε μπορούν όλοι να είναι επιχειρηματίες. Καθόλου δε διαφωνούμε σ'αυτό, το αντίθετο μάλιστα. Χωρίς εκμετάλλευση ζωντανής εργασίας και μάλιστα σε διαρκώς διευρυνόμενη κλίμακα (νόμος της διευρυμένης αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου), το κεφάλαιο δε μπορεί να κυκλοφορήσει παραγωγικά, δηλαδή κερδοφόρα. Ακριβέστερα, δε μπορεί καν να κυκλοφορήσει με τη μορφή της απλής εμπορευματικής παραγωγής αξιών και αγαθών. Δυστυχώς, όμως, για τους ιδεολόγους του συστήματος, το αντίθετο είναι ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΕΦΙΚΤΟ. Οι εργάτες και η κοινωνία μπορούν να τα βγάλουν πέρα μια χαρά χωρίς καπιταλιστές. Στο πρώτο μέρος της συζήτησης, το ζήτημα αυτό αποδείχθηκε θεωρητικά, με βάση την ίδια τη φύση της ανθρώπινης εργασίας. Στις παραγράφους που προηγήθηκαν, αποδείχθηκε και ιστορικά-πρακτικά και μάλιστα με πληθώρα στοιχείων.

Επίσης, ουδείς αρνείται την διαβρωτική δύναμη των ιδεολογικών μηχανισμών του κεφαλαίου. Το αμερικάνικο όνειρο έχει επίδραση, αναμφιβήτητα, αλλά αυτή καθίσταται πολιτικά σημαντική σε περιόδους “παχέων αγελάδων”. Στις σημερινές συνθήκες, αμφιβάλλω αν οι νεόπτωχοι του Παρισιού και οι καταχρεωκοπημένες οικογένειες και μικρομάγαζα ονειρεύονται να γίνουν μονοπώλια. Μάλλον να γλυτώσουν το φαλιμέντο ονειρεύονται και δεν τους προκύπτει κιόλας. Αν μιλάμε για την περίοδο του μεταπολεμικού κράτους πρόνοιας στην Δ. Ευρώπη και τις αυταπάτες που γέννησε, θα πρέπει να συμφωνήσουμε ότι αυτή η εξέλιξη απεικόνιζε μάλλον μια σταθεροποίηση ενός διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων (όχι εντελώς αναπόφευκτη εδώ που τα λέμε) που “μπλόκαρε” την ταξική πάλη στις χώρες αυτές και όχι ένα νομοτελειακό γεγονός. Από την άλλη, στις περιόδους κρίσης, όπως η σημερινή, η όξυνση των φαινομένων σχετικής (αλλά και απόλυτης κάποιες φορές) εξαθλίωσης της εργατικής τάξης γεννά, οπωσδήποτε αντιφατικές συμπεριφορές: ριζοσπαστισμό αλλά και ενσωμάτωση. Ωστόσο, κανείς να μην ξεχνά ότι το “κομμουνιστικό μανιφέστο” μιλά για “προλετάριους που δεν έχουν να χάσουν τίποτε εκτός από τις αλυσσίδες τους”. “Ευτυχώς” ο καπιταλισμός φροντίζει να γεννά καθημερινά εκατομμύρια προλετάριους που, μέρα με την ημέρα, προσεγγίζουν ξανά αυτή την κατάσταση...


Στη συνέχεια, βέβαια, επιστρατεύονται και οι πιο βαθιές «ψυχολογικές» ερμηνείες:

"Όταν κάτι δεν είναι ιδιοκτησία σου, και αναφέρομαι σε υλικά πράγματα, δεν σε ενδιαφέρει σταθερά, συνεχόμενα και σοβαρά η πορεία του. Μία επιχείρηση που ανήκει στο απρόσωπο κράτος και διοικείται από έναν διορισμένο διευθυντή δεν αποδίδει. Το έγραψα και σε άλλο σχόλιο: ο καπιταλισμός χρησιμοποιεί ευφυέστατα προς όφελός του τα δύο ισχυρότερα ανθρώπινα ελαττώματα: ΕΓΩΙΣΜΟΣ και ΠΛΕΟΝΕΞΙΑ. ΕΓΩ θέλω να είμαι καλύτερος, ΕΓΩ θέλω να είμαι πρώτος, ΕΓΩ τα θέλω όλα κτλ. […] Οι μαρξιστές υποστηρίζουν ότι ο άνθρωπος δεν είναι εγωιστής και πλεονέκτης αλλά τον μετατρέπει σε τέτοιο ο καπιταλισμός. Εγώ λέω ότι είναι στη φύση μας. Ας δούμε την ιστορία του ανθρωπίνου είδους πριν τον 16ο ή 17ο αιώνα που δεν υπήρχαν καπιταλιστικές σχέσεις. Ισχυρίζομαι πως ο άνθρωπος ήταν περισσότερο κακός παρά καλός. Ο πρώτος καταγεγραμμένος πόλεμος στην ανθρώπινη ιστορία έγινε το 6000 π.Χ. με την εισβολή του βασιλιά Ακκάδ (ή κάπως έτσι) σε κάποια περιοχή της βόρειας Μεσοποταμίας, στα βουνά του Ταύρου, για την ξυλεία!!! Καπιταλιστικές σχέσεις; Όχι βέβαια. Τότε γιατί; Γιατί υπήρξε η ΑΝΑΓΚΗ και γιατί η ΕΞΟΥΣΙΑ μπόρεσε να τον κινητοποιήσει." 

Πρώτα-πρώτα, δεν είναι καλό να διαστρεβλώνει κανείς τη θέση του συνομιλητή του. Οι μαρξιστές δεν λένε ότι τον άνθρωπο τον κάνει εγωιστή και πλεονέκτη ο καπιταλισμός μόνο, ΑΛΛΑ η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο στο σύνολο των μορφών της, δηλαδή βασικά η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής που είναι το κοινό οικονομικό γνώρισμα που συνδέει ΣΧΕΔΟΝ ΟΛΟΥΣ τους εκμεταλλευτικούς κοινωνικούς σχηματισμούς, από τη δουλοκτησία μέχρι τον καπιταλισμό, με εξαίρεση τον ασιατικό τρόπο παραγωγής, που η εκμετάλλευση προερχόταν βασικά από τη θέση των αξιωματούχων στο γραφειοκρατικό κρατικό μηχανισμό των ασιατικών αυτοκρατοριών. Ο πόλεμος του βασιλιά Ακκάδ και ο πόλεμος του Μπους στο Ιράκ, αν και απέχουν χρονικά πάνω από 8000 χρόνια έχουν αυτήν ακριβώς την κοινή αφετηρία: επιβλήθηκαν ως ανάγκη διατήρησης και αναπαραγωγής όχι γενικά και αόριστα της «κοινωνίας», αλλά συγκεκριμένων ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΩΝ κοινωνικών δομών. 

Έτσι, όλα αυτά τα περί “έμφυτου εγωισμού”, “έμφυτης πλεονεξίας” και “έμφυτης ανταγωνιστικότητας” δεν είναι τίποτε άλλο από την απολογητική της ίδιας της ύπαρξης του συστήματος της εκμετάλευσης. Σε μια ταξική κοινωνία, κοινωνία ατομικής ιδιοκτησίας τα στοιχεία αυτά έχουν ΥΛΙΚΗ, αντικειμενική βάση. Η βάση αυτή συνίσταται στο ότι η άνιση κατανομή του πλούτου, ως αποτέλεσμα της ταξικής ανισότητας, γεννά ανισομετρίες στην ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών. Κάποιοι μπορούν να ικανοποιούν όλες τους τις ανάγκες σε βαθμό που να πρέπει να “επινοούν” και νέες “ανάγκες”, βίτσια κλπ. την ίδια στιγμή που η μάζα του λαού ικανοποιεί από ένα κλάσμα των αναγκών της (στην καλύτερη περίπτωση) έως σχεδόν τίποτε. Γι αυτό και εμείς οι κομμουνιστές δεν είμαστε αναρχικοί. Γιατί δεν πιστεύουμε ότι είναι “ηθικό” ή “θέλησης” το ζήτημα της αταξικής κοινωνίας (όπως πίστευαν όλοι οι θεωρητικοί του αναρχισμού, από τον Προυντόν μέχρι τον Μπακούνιν), αλλά πρωτίστως υλικό, οικονομικής βάσης. Μια κοινωνία με πλήρη κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής θα έχει κάνει το αποφασιστικό βήμα για το ξερίζωμα του εγωισμού και του ατομικισμού, διότι δε θα υπάρχει λόγος να υπάρχουν τέτοιες συμπεριφορές, μιας και η οικονομική δομή θα ικανοποιεί με συνεχώς αυξανόμενο ρυθμό τις ανάγκες όλων των ανθρώπων.

Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2009

Μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση... (μέρος 1ο)

Στο ιστολόγιο με τίτλο "Anti-web Blog", διεξήχθη πριν λίγες μέρες μια σημαντική συζήτηση που έθιξε ιδεολογικά και πολιτικά ζητήματα κοσμοθεωρίας και στρατηγικής του κομμουνιστικού κινήματος, ιδιαίτερα σε σχέση με την αντίληψη των κομμουνιστών για τη φύση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και την ανάγκη του σοσιαλισμού. Συμμετείχα στη συζήτηση αυτή και τη βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Παίρνοντας αφορμή από θετικά σχόλια και άλλων φίλων του παρόντος ιστολογίου, θα δημοσιεύσω, εκτενή αποσπάσματα της συζήτησης αυτής για να τροφοδοτήσω και μεταξύ μας τη συζήτηση. Ελπίζω η ιδέα μου να τύχει της έμπρακτης στήριξης και συμμετοχής των αναγνωστών του ιστολογίου. Η δημοσίευση θα γίνει σε τρία μέρη, εκ των οποίων το πρώτο αφορά ζητήματα της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας και τα άλλα δυο, κυρίως ζητήματα σοσιαλισμού.

Υπεραξία: "δίκαιη αμοιβή" ή καπιταλιστική εκμετάλλευση;

Γράφει ο σχολιαστής με το ψευδώνυμο "επώνυμος":

"Άν κάτι καταστροφικό έφερε ο σοσιαλισμός είναι η σάπια και αρπακτική νοοτροπία “γιατί να έχει πολλά χρήματα ο άλλος και να μην έχω εγώ”. Σκότωσε το ήθος των ανθρώπων, στην κυριολεξία.

Για να δικαιολογήσει την αρπακτικότητά του, ο σοσιαλισμός προσπάθησε να μας πείσει ότι όσοι έχουν πολλά χρήματα τα έχουν βγάλει με άδικο τρόπο. Επινόησε λοιπον τις διάφορες υπεργενικευμένες θεωρίες για την υπεραξία και όλα τα σχετικά. Το πιο σωστό πράγμα σε αυτό το thread, ειπώθηκε παραπάνω από τον Blimblomblim
[σημείωση δική μου: πρόκειται για άλλο σχολιαστή στην ίδια συζήτηση] σε σχέση με την υπεραξία ως αντίτιμο της πρωτοβουλίας και του κινδύνου. Η κριτική κατά του καπιταλισμού των “ανωνύμων” (πραγματικά και όχι νομικά ανωνύμων) εταιριών, των εταιριών δηλαδή που δεν ανήκουν σε κάποιον συγκεκριμένα, αλλά αόριστα σε “μετόχους” που περιμένουν απλώς μεγιστοποίηση των κερδών τους, είναι σωστή. Αλλά, δεν είδα κανένα επιχείρημα εναντίον της ανάγκης ανταμοιβής της υπεραξίας σε επίπεδο ατομικής ή οικογενειακής – συνεταιρικής επιχειρηματικότητας. Και, για να μην βλέπω, υποθέτω ότι δεν υπάρχει κιόλας.

Το πρόβλημα συνεπώς δεν είναι η ελεύθερη οικονομία, αλλά η γιγάντωση και η ανωνυμοποίηση των οικονομικών μονάδων. Από την “εταιρία των ανατολικών Ινδιών” μέχρι την Κόκα-Κόλα, τη Citibank και την PriceWaterhouseCoopers, η ιδιότυπη παγκοσμιοποίηση των πολυεθνικών δίνει ένα ιδιότυπο άλλοθι στο μαρξισμό, ένα άλλοθι που στην πραγματικότητα δεν προϋπήρχε την εποχή του Μαρξ, τουλάχιστον όχι στο βαθμό που υπάρχει σήμερα. Είναι λάθος όμως να δικαιώνουμε το μαρξισμό μόνον επί τη βάσει της ανάπτυξης των πολυεθνικών, διότι ο μαρξισμός δεν είναι ένα σύστημα καταπολέμησης των πολυεθνικών, αλλά ένα σύστημα αντικατάστασης της ελεύθερης οικονομίας, με βασικό του συστατικό το γενικευμένο κοινωνικό φθόνο.

Το βασικό σφάλμα του μαρξισμού είναι ότι δεν έγιναν όλοι πλούσιοι με άδικο τρόπο. Ανάλογα με το πόσο ικανοποιητικά λειτουργεί η ελεύθερη οικονομία, πολλοί άνθρωποι γίνονται πλούσιοι με δίκαιο τρόπο και προσφέρουν και στους συμπολίτες τους. Είδα παραπάνω να επιχειρείται να δικαιωθεί η γενικευμένη σφαγή της αστικης τάξης. Δεν θα μιλήσω για τρόμο, θα ρωτήσω όμως τους εμπνευστές και τους υπερασπιστές παρόμοιων πράξεων, πώς είναι τόσο σίγουροι ότι δεν κάνουν λάθος. Αν κάποιοι βγάζουν περισσότερα χρήματα από κάποιους άλλους με ανέντιμο τρόπο, είναι αυτός λόγος για να τους σφάξουμε όλους όσους έχουν κάποια χρήματα; Επιτέλους, δείτε από πού φεύγετε και πού πηγαίνετε. Και, επιτέλους, μετανιώστε για ένα έγκλημα που έφερε ακόμη περισσότερη εξαθλίωση. Εξαθλίωση όχι μόνον οικονομική, αλλά κυρίως ηθική.

Άλλο έγκλημα του μαρξισμού ήταν ότι επιχείρησε να μας πείσει για την αποκλειστικότητα που έχει για την καταπολέμηση της καπιταλιστικής στρέβλωσης. Οι ίδιες οι αρχαίες κοινωνίες (αρχαία Ελλάδα, Ρώμη, Βυζάντιο, ανατολικοί πολιτισμοί) αποδεικνύουν ιστορικά ότι η ελεύθερη οικονομία είναι δυνατή χωρίς να υπάρξει παράλληλα ανάπτυξη του καπιταλισμού. Θα έλεγα ότι ακόμη και η ανάπτυξη βιομηχανίας είναι δυνατή, σε καθεστώς ελεύθερης οικονομίας, χωρίς την ανάπτυξη καπιταλισμού. Το παν είναι η εμπέδωση της ορθής ηθικής στη διαχείριση του πλούτου. Στην αρχαιότητα ο πλούτος θεωρούνταν εξευτελιστική και εκφυλιστική ενασχόληση. Αυτό συνεχίστηκε για πολλούς αιώνες και άρχισε να ανατρέπεται με την Αναγέννηση."


Μερικές φορές, η προσπάθεια των αστών να δικαιολογήσουν την ύπαρξη και την “ανωτερότητα” του συστήματός τους, είναι αρκετά διασκεδαστική. Ή μάλλον, θα ήταν αρκετά διασκεδαστική, αν το σύστημα αυτό δεν ήταν ο καθημερινός εφιάλτης δισεκατομμυρίων απόκληρων σ’αυτό τον πλανήτη, προς χάριν μιας χούφτας κηφήνων που νέμονται τον κοινωνικό πλούτο που η μεγάλη μάζα παράγει. Πάντως, δεν πειράζει, μου αρέσει να διαπιστώνω τη γύμνια των “επιχειρημάτων” τους. Πάμε λοιπόν να τα δούμε…

Ξεκινάω με το “σοβαρό” επιχείρημα περί της φύσης της υπεραξίας. Κάποιος διατύπωσε την άποψη ότι η υπεραξία είναι το αντίτιμο του ρίσκου και της δημιουργικότητας. Προτείνω στον κύριο αυτό να φάει σήμερα το μεσημέρι …ρίσκο καπαμά και την Κυριακή, κατά τις παραδόσεις του λαού μας …δημιουργικότητα στο φούρνο. Να το πούμε απλά. Καμμία φλυαρία περί “ρίσκου” του κεφαλαιοκράτη δε μπορεί να κρύψει την απλή αλήθεια: ο μόνος “παραγωγικός συντελεστής” (χρησιμοποιώ την ορολογία των νεοκλασσικών οικονομικών για να μιλήσω στη γλώσσα σας κύριοι φιλελεύθεροι) που υπάρχει είναι η ανθρώπινη εργασία. Το κεφάλαιο ουδέποτε υπήρξε παραγωγικός συντελεστής γιατί, χωρίς την εργασία, δεν είναι τίποτε άλλο από τσουβάλια με λεφτά σε κάποια σεντούκια (ή θησαυροφυλάκια στο πιο μοντέρνο). Αντιθέτως, η εργασία του ανθρώπου είναι η μοναδική προϋπόθεση που απαιτείται αντικειμενικά και εις τον αιώνα των αιώνων για τη συνειδητή επίδραση του ανθρώπου στη φύση προς επίτευξη των στόχων του. Ακόμα και τα εργαλεία παραγωγής που χρησιμοποιούνται σε μια οποιαδήποτε διαδικασία, έχουν αποτελέσει “προιόντα” προηγούμενων παραγωγικών κύκλων. Τελικά, δηλαδή, αναγόμαστε σε πρωτογενείς ύλες που υπάρχουν αντικειμενικά στη φύση και σε ανθρώπινη εργασία που, σταδιακά, “αντικειμενοποιείται” και ενσωματώνεται στα διάφορα αγαθά που παράγει ο κοινωνικός άνθρωπος. Η “επιχειρηματική ιδέα” και το “ρίσκο” που τόσο πολύ εκστασιάζεστε μπροστά τους, είναι αέρας κοπανιστός από τη σκοπιά της υλικής πραγματικότητας.

Ας το δούμε και από μιαν άλλη μεριά. Η “πονηριά” των απολογητών του καπιταλισμού, είναι ότι επιχειρούν να εμφανίσουν ως δεδομένο και αιώνιο το πλαίσιο της εμπορευματικής παραγωγής (δηλαδή της παραγωγής όχι για την απευθείας κάλυψη των ανθρώπινων αναγκών), αλλά για την ανταλλαγή, για την πώληση στην αγορά. Υπό αυτή την προϋπόθεση, βεβαίως, που οδηγεί νομοτελειακά (αυτό θα το σχολιάσω εκτενώς στη συνέχεια, όταν ασχοληθώ με τις ασυναρτησίες του “επώνυμου”) στο καπιταλιστικό εμπόρευμα (που είναι ουσιωδώς διαφορετικό από το εμπόρευμα της αρχαίας Αθήνας, για παράδειγμα) και στο μονοπώλιο ακόμα παραπέρα, μοιάζει εύλογο το να μιλήσει κανείς για το ρίσκο, την ιδέα κλπ. Μόνο που αυτή η φαινομενολογική προσέγγιση, παίρνει ως δεδομένο αυτό που θα έπρεπε να αποδείξει. Αν ήταν έτσι όπως μας τα λένε οι φίλοι μας, θα έπρεπε να μας αποδείξουν ότι από την πρώτη στιγμή της εμφάνισης του ανθρώπου, μαζί του εμφανίστηκε και το εμπόριο, η ανταλλαγή, το χρήμα κλπ. Αλλά δεν το κάνουν αυτό κι έτσι προδίδονται. Να με συμπαθάτε, λοιπόν, κύριοι, αλλά το πραγματικό προιόν μιας παραγωγικής διαδικασίας υποτίθεται ότι έχει μια μόνη αξία, την αξία χρήσης του. Το ρούχο για να μας ντύνει, το ψωμί για να μας θρέφει, το αυτοκίνητο για να μας μεταφέρει. Ποιος σας είπε ότι είναι υπέρτατος νόμος του σύμπαντος, τα αγαθά να έχουν, εκτός από αξία χρήσης και αξία ανταλλαγής; Μιας και σας αρέσει η ιστορία (που ανάθεμα κι αν έχετε καθήσει να σκεφτείτε τα διδάγματά της) θα έπρεπε να είχατε παρατηρήσει ότι στις πρώιμες ανθρώπινες κοινωνίες (πρωτόγονο κοινοτικό σύστημα) η παραγωγή δε γινόταν με σκοπό την ανταλλαγή αλλά την απευθείας διανομή στα μέλη της κοινότητας για κάλυψη των αναγκών τους. Η έννοια της ανταλλαγής (που έφερε την έννοια της αξίας, του εμπορεύματος και εξελικτικά οδήγησε στην υπεραξία και στον καπιταλισμό αιώνες μετά) βασίστηκε στο γεγονός ότι η αριθμητική αύξηση του ανθρώπινου γένους ήταν δυσανάλογη με την τεχνική του δυνατότητα να ικανοποιήσει τις αυξανόμενες ανάγκες, γεγονός που οδήγησε στον τεχνικό και κατόπιν και στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας και στην ταξική διαίρεση της κοινωνίας. Σήμερα, όμως – ή μάλλον εδώ και έναν αιώνα περίπου – έχουμε φτάσει σε ένα σημείο της ανθρώπινης εξέλιξης που η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων του ανθρώπου αποδεδειγμένα επαρκεί για την πλήρη (και σταδιακά και ολόπλευρη) κάλυψη των αναγκών του σε πλανητική κλίμακα. Να μη θυμίσω τα λεχθέντα – όχι βεβαίως (μόνο) από κομμουνιστές – περί του πλούτου της γης που αρκεί για να εξαλειφθεί η πείνα και η φτώχεια κλπ. Για να είμαι, μάλιστα, ακριβέστερος θα πρέπει να πω ότι οι πραγματικές παραγωγικές δυνατότητες του ανθρώπου με βάση τη συσσωρρευμένη επιστημονική γνώση είναι πολύ περισσότερες από αυτές που παρατηρούνται στην πράξη, με αποτέλεσμα να “καθυστερεί” σχετικά η ανάπτυξη του παγκόσμιου πλούτου. Ο λόγος είναι γιατί το κεφάλαιο δεν επενδύει σε οποιαδήποτε νέα τεχνική, αλλά μόνο σε μια νέα τεχνική που μπορεί να του υποσχεθεί κέρδη. Πόσες και πόσες εφευρέσεις και καινοτομίες δεν έχουν “θάψει” τα μονοπώλια γιατί δε συμφέρει η εμφάνισή τους στην κερδοφορία τους;

Τι συμπέρασμα βγαίνει από όλα αυτά; Πρώτον, ότι η ύπαρξη εμπορεύματος και ανταλλακτικής αξίας (της οποίας η υπεραξία στον καπιταλισμό είναι το απλήρωτο μέρος) δεν είναι αιώνια και αναλλοίωτη σταθερά των ανθρώπινων κοινωνιών, αλλά αποτέλεσαν αντικειμενικό επακόλουθο της ανάγκης κάλυψης των αναγκών σε κάποια φάση της ανάπτυξης της ανθρωπότητας. Δεύτερον, ότι η ανθρωπότητα έφτασε, μέσα από διάφορες μορφές ταξικής και εμπορευματικής κοινωνίας (δουλοκτητική, φεουδαρχική, καπιταλιστική) σε μια κατάσταση που έχει πλέον (έστω και δυνητικά) την υλική δυνατότητα της κάλυψης των αναγκών του ανθρώπου ΧΩΡΙΣ να μεσολαβεί η έννοια της εμπορευματικής κυκλοφορίας. Επομένως, από ιστορική σκοπιά, η έννοια της αξίας (και της υπεραξίας) έπαψε εδώ και περίπου έναν αιώνα να είναι μια αναγκαία παράμετρος της ανάπτυξης. Να το πω απλά: αντιπροσωπεύετε τον κόσμο που σαπίζει, κύριοι. Τον κόσμο που έδωσε πια ό,τι είχε να δώσει και τώρα το μόνο που μπορεί να εγγυηθεί είναι κρίση, φτώχεια και πολέμους. Γι αυτά θέλετε οι εργαζόμενοι να σας πουν και ευχαριστώ; Τρίτον, ότι η ανθρώπινη εργασία είναι η μόνη αληθινά παραγωγική δύναμη και γι αυτό είναι απολύτως πια νοητή μια κοινωνία ελεύθερων παραγωγών που ζουν από την εργασία τους (στο μέτρο των κλίσεων και των ικανοτήτων ενός εκάστου) σε συνθήκες επάρκειας αγαθών, δίκαιης διανομής του πλούτου ώστε να καλύπτονται πλήρως οι διευρυνόμενες ανάγκες τους, χωρίς ατομική ιδιοκτησία, ανταλλαγή, χρήμα, κεφάλαιο κλπ. Αυτά σε ότι αφορά τα φληναφήματα περί αμοιβής του ρίσκου και άλλες παρόμοιες τρίχες κατσαρές…

Τα "κακά μονοπώλια" και ο "υγιής καπιταλισμός"...

Πάμε τώρα στον “επώνυμο”. Ο φίλος μας αυτός, “πάτησε γερά” στο “στέρεο” έδαφος των απόψεων που σχολιάσαμε και μας σερβίρισε μια νέα σοφία: ότι, τάχα, δέν είναι η ελεύθερη οικονομία το πρόβλημα (δηλαδή ο καπιταλισμός να το πούμε ανοιχτά, μη ντρεπόμαστε), αλλά… η γιγάντωση των πολυεθνικών και ότι, ανάλογα με το πόσο ελεύθερα λειτουργεί ο ανταγωνισμός (δηλαδή πόσο περιορίζονται οι μονοπωλιακές πολυεθνικές “στρεβλώσεις”), θα εμφανίζονται αστοί που πλούτισαν τίμια και δεν εκμεταλλεύτηκαν κανένα. Τι όμορφα μας τα λέει ο “επώνυμος” φίλος μας! Μόνο που ψεύδεται ασύστολα. Κι αν του προηγούμενου οι απόψεις παρέμειναν σε ένα “θεωρητικό” επίπεδο οπότε διακαιούται, έστω, μιας επιείκειας λόγω επιστημονικής δεοντολογίας, εδώ πια οι μάσκες πέφτουν ολοκληρωτικά και η μικροαστική απολογητική ξεγυμνώνεται σε όλο της το μεγαλείο…
Ο καλός μας ο “επώνυμος” αναρωτιέται: “γιατί η κριτική μας στις ανώνυμες πολυεθνικές εταιρείες και τα μονοπώλια να παίρνει σβάρνα την ατομική, οικογενειακή ή συνεταιρική επιχείρηση”; Και απαντά αυτάρεσκα: “δεν είδα κανένα επιχείρημα γι αυτό – άρα υποθέτω ότι δεν υπάρχει”! Να ανοίξετε καλύτερα τα μάτια σας κύριε, αντί να κομπάζετε σα φουσκωμένος διάνος. Τότε θα δείτε όχι ένα ή δυο, αλλά πλήθος επιχειρημάτων. Ιδού μερικά…

Στο επίπεδο της βασικής παραγωγικής σχέσης, δεν υπάρχει καμία διαφορά είτε μιλάμε για μια οικογενειακή επιχείρηση με 5 εργαζόμενους, είτε μιλάμε για την “Coca-Cola” των εκατοντάδων χιλιάδων εργατών παγκοσμίως. Και στις δυο περιπτώσεις, ένα κεφάλαιο (μεγάλο ή μικρό δεν έχει σημασία) εκμεταλλεύεται ζωντανή εργασία (λίγη ή πολλή, επίσης είναι αδιάφορο) για να ιδιοποιηθεί υπεραξία, την οποία με την πώληση των αγαθών που παράγονται μετατρέπει σε κέρδος (που είναι η χρηματική μορφή της υπεραξίας). Αυτή τη διάκριση ανάμεσα σε υπεραξία και κέρδος κρατήστε τη, θα τη βρούμε ξανά παρακάτω, όταν θα μιλήσουμε για την κρίση. Προς το παρόν, ας επιστρέψουμε στον “επώνυμο”. Ο φίλος μας χρειάζεται τα ιδεολογήματα περί ρίσκου κλπ. ακριβώς για να “νομιμοποιήσει” αυτό που συνδέει αναπόσπαστα την οικογενειακή-συνεταιριστική του επιχείρηση με το μεγάλο μονοπώλιο τύπου “Coca-Cola”: βρε αδελφέ, δεν είναι κακό γενικά το να βγάζεις κέρδος! Και τότε, αγαπητέ, τι κακό κάνει η Coca-Cola; Γιατί γκρινιάζεις; Κέρδος δε βγάζει κι αυτή; Δηλαδή, το πρόβλημά σου είναι ότι το μονοπώλιο έχει μετόχους που επένδυσαν αλλά δεν εργάζονται οι ίδιοι, ενώ στην οικογενειακή επιχείρηση ο επιχειρηματίας κερδίζει έχοντας βάλει και δική του προσωπική δουλειά; Και τότε, προς τι οι ύμνοι στο “ρίσκο”; Οι μέτοχοι που έβαλαν τα ωραία τους κεφάλαια και “ρίσκαραν” να επενδύσουν στην κάθε “Coca-Cola”, δε “δικαιούνται” σύμφωνα με τη θεωρία σας να “περιμένουν τη μεγιστοποίηση των κερδών τους”; Γιατί η οικογενειακή σας επιχείρηση είναι “έντιμο” να επιδιώκει αυτή τη μεγιστοποίηση και το μονοπώλιο δεν είναι; Κλαψουρίζετε, αγαπητέ, δεν επιχειρηματολογείτε…

Εκείνο που υπονοεί ο “επώνυμος” – αλλά έχει τόση θολούρα και αυταπάτη στο κεφάλι του που δεν τολμά καν να το πει – είναι ότι η κάθε Κόκα-Κόλα αποσπά “ανέντιμα” κέρδη γιατί αποσπά κέρδη που δεν της ανήκουν, υπεραξία που δεν παρήχθη μόνο στα δικά της εργοστάσια. Αν έλεγε αυτό το πράγμα, θα είχε – σ’αυτό το θέμα ειδικά – δίκιο. Αντ’αυτού λέει ότι η μεγάλη επιχείρηση “καταργεί” τον “υγιή ανταγωνισμό της ελεύθερης οικονομίας”, όπου “όποιος είναι άξιος πλουτίζει τίμια”. Λίγο ακόμα και θα βάλουμε κι εμείς τα κλάματα…

Πράγματι, το μονοπωλιακό κέρδος είναι διαφορετικό από το απλό κέρδος, κατά το ότι είναι πολύ μεγαλύτερο από το μέσο ποσοστό κέρδους του κλάδου του. Γιατί αυτό; Διότι η ισχυρή μονοπωλιακή θέση μιας επιχείρησης στην αγορά της δίνει τη δυνατότητα να “πνίξει” τον ανταγωνισμό με μια πληθώρα “όπλων”: από την εκτεταμένη εισαγωγή νέων τεχνικών που μειώνουν στο ελάχιστο το οριακό κόστος σε σχέση με μια μικρή επιχείρηση, μέχρι πρακτικές dumping (δηλαδή πώλησης συστηματικά για μια περίοδο σε τιμές κόστους ή και κάτω από αυτό για να “τελειώσουν” τους μικρούς ανταγωνιστές). Στη συνέχεια, αφού μονοπωληθεί η αγορά και κλείσουν ή εξαγοραστούν οι μικρές "οικογενειακές" επιχειρήσεις, εγκαθίσταται καρτέλ ανάμεσα στα μονοπώλια που την ελέγχουν και ορίζονται μονοπωλιακές τιμές, πολύ πάνω από αυτές που θα προέκυπταν από το νόμο της αξίας σε έναν μη μονοπωλημένο κλάδο. Έτσι, το μονοπωλιακό υπερκέρδος είναι κέρδος που προκύπτει από την πώληση των προιόντων σε τιμές πολύ πάνω από την πραγματική αξία τους, κατόπιν συμφωνίας των επιχειρήσεων του καρτέλ. Και βέβαια, το επιπλέον αυτό κέρδος το "φορτώνεται" στις πλάτες της η λαϊκή κατανάλωση - ας θυμηθούμε την πρόσφατη φιλολογία για το "καρτέλ του γάλακτος" και τις υψηλές τιμές των γαλακτοκομικών προϊόντων...

Το κλαψούρισμα του “επώνυμου” ξεκινά από τη στιγμή που δε θέλει να καταλάβει ότι αυτή η διαδικασία συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου σε όλο και λιγότερα χέρια είναι απόλυτος νόμος του καπιταλισμού και όχι μια “στρέβλωση” των κανόνων του. Η διαδικασία εμφάνισης μονοπωλίων, δυστυχισμένε “επώνυμε”, ξεκίνησε ούτε λίγο-ούτε πολύ το 1880 και είχε ήδη διαμορφωθεί οριστικά μέχρι τα 1910. Βεβαίως, τότε μιλούσαμε κυρίως για εθνικά μονοπώλια, τόσο βιομηχανικά, όσο και τραπεζικά. Ήδη από τότε ακόμα είχε προχωρήσει η σύμφυση του βιομηχανικού με το τραπεζικό κεφάλαιο και είχε διαμορφωθεί το προιόν της σύμφυσης αυτής, το χρηματιστικό κεφάλαιο, οι ραντιέρηδες-μέτοχοι που “κάθονται στην πολυθρόνα του γραφείου τους και περιμένουν τη μεγιστοποίηση των κερδών τους”. Τις επόμενες δεκαετίες προχώρησε ακόμα περισσότερο η διαδικασία αυτή και προέκυψαν τα πολυεθνικά μονοπώλια και οι πολυκλαδικοί όμιλοι που εκφράζουν σε διεθνές επίπεδο την ίδια διαδικασία.

Άδικα, λοιπόν, ο “επώνυμος” ξοδεύει τα δάκρυά του για τη σημερινή, τάχα, γιγάντωση των πολυεθνικών. Ακόμα πιο άδικα ξοδεύει τις προσευχές του για την επιστροφή του καπιταλισμού στην “υγιή”, “προμονοπωλιακή” του μορφή. Του αρέσει – δεν του αρέσει, τα εθνικά και πολυεθνικά μονοπώλια είναι αντικειμενικό επακόλουθο της δράσης των νόμων της καπιταλιστικής οικονομίας. Όσο και αν πασχίζει να αγιοποιήσει τον ανταγωνισμό ο “επώνυμος”, δε μπορεί να κρύψει την πικρή αλήθεια ότι το μονοπώλιο είναι παιδί του ανταγωνισμού. Και μάλιστα, όχι πατροκτόνο τέκνο. Το μονοπώλιο δεν “καταργεί” τον ανταγωνισμό, όπως αφελώς(;) πιστεύουν οι διάφοροι μικροαστοί κλαψιάρηδες, τύπου “επωνύμου”. Αντίθετα, τον οξύνει σε απίστευτο βαθμό. Μπροστά στον ανταγωνισμό των πολυεθνικών ομίλων για αγορές πώλησης και πρώτων υλών, για σφαίρες επιρροής και κράτη-μπανανίες, ο ανταγωνισμός του 19ου αιώνα μοιάζει με …ειρηνική, ειδυλλιακή συνύπαρξη. Μόνο που το ποτάμι δε γυρίζει πίσω, κύριοι. Δεν υπάρχει πλέον κανένας τρόπος στο έδαφος του καπιταλισμού να επιστρέψουμε σε μιαν κατάσταση πολλών, λίγο-πολύ ισότιμων καπιταλιστών που δρουν στον κλάδο τους, ανταγωνιζόμενοι και διεκδικώντας “έντιμα” το μερίδιο της αγοράς που τους αναλογεί. Το πολύ-πολύ, τέτοια φαινόμενα να βλέπουμε πρόσκαιρα, όταν κάποιος κλάδος πρωτοεμφανίζεται σε μια εθνική οικονομία, όπως π.χ. στη χώρα μας με τον κλάδο της πληροφορικής στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1990 ή στις κατασκευές την 30ετία 1960-1990. Αργά ή γρήγορα η συγκέντρωση και η συγκεντροποίηση θα οδηγήσει στη δημιουργία ενός μικρού αριθμού εταιρειών που ελέγχουν τον κλάδο και σε μια στεφάνη μικρών που τσαλαβουτάνε στα απόνερα, πασχίζοντας να κρατηθούν. Κάποιες, το καταφέρνουν “προσαρτώμενες” στις μεγάλες (είτε απευθείας, είτε διαμέσου υπεργολαβικών συμβάσεων), αλλά οι περισσότερες είναι καταδικασμένες σε βάθος χρόνου να εξαφανιστούν.

Αλήθεια, σας προκαλώ: Πείτε μου ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΛΑΔΟ ΣΕ ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΜΙΑ ΧΩΡΑ που δεν ακολουθήθηκε η ίδια αυτή διαδικασία. Θα μπορούσα να αραδιάζω για μέρες στοιχεία για το πως και το γιατί, αλλά νομίζω το νόημα είναι σαφές. Σκούπισε, λοιπόν, επώνυμε τα δάκρυά σου και κοίτα να βρεις πως θα σώσεις τη μικρή σου “οικογενειακή επιχείρηση” γιατί πρωτίστως δεν κινδυνεύει από τους κομμουνιστές, όπως βλακωδώς πιστεύεις. Πολύ πριν από τη σοσιαλιστική επανάσταση, θα στην έχουν κλείσει τα μονοπώλια ή θα έχεις γίνει εσύ ο ίδιος μονοπώλιο (αν έχεις την “ιδέα” και τα κεφάλαια να μπεις σε κανέναν “παρθένο” σχετικά κλάδο) εξοντώνοντας άλλες “οικογενειακές” επιχειρήσεις, οπότε μη γκρινιάξεις που θα σου την εθνικοποιήσουμε, έτσι; Στο κάτω-κάτω κι εσύ κατά των μονοπωλίων λες ότι είσαι…

Είναι ταξικοί εχθροί της εργατικής τάξης τα μεσαία στρώματα;

Κάτι ανέκδοτα, τώρα, περί “ιδεολογίας του φθόνου απέναντι σε όποιον πλούτισε τίμια”, “ελεύθερης οικονομίας και βιομηχανίας σε συνθήκες μη καπιταλιστικές” (αρχαίας ελλάδας, βυζαντίου κλπ.) και αδικαιολόγητης γενικευμένης σφαγής της αστικής τάξης τα αφήνω προς τέρψιν του αναγνωστικού κοινού του blog. Απλώς εδώ διευκρινίζω ότι δε μας ενδιαφέρει αν είστε καλοί χριστιανοί, κύριοι επώνυμοι. Η “νόμιμη εκμετάλλευση” που λέγεται καπιταλισμός μας ενδιαφέρει. Από τη στιγμή που κι εσείς ως “οικογενειακή-συνεταιριστική” επιχείρηση εκμεταλλεύεστε εργάτες, συγκαταλέγεστε στους δυνάμει έστω ταξικούς μας εχθούς. Βεβαίως, να κάνω δυο διευκρινίσεις: πρώτον, εξαιρώ τους αυταπασχολούμενους και πολύ μικρούς εργοδότες (ας πούμε με 1-3 εργαζόμενους) και τις αντίστοιχες κατηγορίες μικροαγροτών και δεύτερον, όταν μιλάμε για εξόντωση της αστικής τάξης δεν αναφερόμαστε κατανάγκην στη φυσική εξόντωση, αλλά στην εξάλειψή της ως τάξης. Από εκεί και πέρα, η τύχη του καθενός είναι συνάρτηση της ατομικής του στάσης. Εμείς λέμε την αλήθεια προς επήκοον όλων: η εργατική εξουσία θα δώσει σε όλους το δικαίωμα στη δουλειά (ακόμα και σ’αυτούς που ήταν πρώην αστοί) και στην συμμετοχή στη διανομή του κοινωνικού πλούτου, υπό τον όρο της συμμετοχής στην κοινή εργασία όλων, ανάλογα με τις δυνατότητες και τα ενδιαφέροντα. Απότην άλλη, όμως, θα ασκήσει αμείλικτη επαναστατική βία ενάντια σε όποιον της αντισταθεί. Αγαπητέ μου επώνυμε, διαλέγετε και παίρνετε...

Να εξηγήσω γιατί εξαιρώ τους αυταπασχολούμενους και τους πολύ μικρούς εργοδότες. Πρώτον, γιατί στη συντριπτική τους πλειοψηφία θα έχουν αφανιστεί ήδη από τα μονοπώλια (περιέγραψα παραπάνω το πως). Δεύτερον, γιατί ειδικά οι αυταπασχολούμενοι δεν εκμεταλλεύονται ξένη εργατική δύναμη, άρα ζουν από την εργασία τους με όχι πολύ καλύτερες συνθήκες από τους εργάτες (σε κάποιες περιπτώσεις, ακόμα και με χειρότερες). Και τρίτον, γιατί δεν είναι στις προτεραιότητές μας η άμεση κοινωνικοποίηση του συνόλου της παραγωγής, την επομένη κιόλας της επανάστασης. Μας αρκεί η κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων, ήδη αυτό θα σημαίνει ότι το συντριπτικό μέρος της οικονομίας θα έχει περάσει σε κοινωνική ιδιοκτησία. Για τους υπόλοιπους θα υπάρξει μια περίοδος σταδιακής ενσωμάτωσης στο νέο οικονομικό σύστημα του σοσιαλισμού, με οικονομικά κίνητρα για συνεταιριστικοποίηση (σε μη καπιταλιστική βάση, όπως τα κολχόζ) και περιορισμένη δυνατότητα εμπορικών ανταλλαγών αποκλειστικά στο εσωτερικό της χώρας, μέχρις ότου οι συνθήκες οικονομικά και πολιτικά ωριμάσουν για την πλήρη κοινωνικοποίηση. Αυτή η διαδικασία δεν είναι διόλου απαραίτητο να γίνει βίαια, μπορεί και πρέπει να εξαντληθούν όλα τα περιθώρια οικειοθελούς συμμετοχής, υπό το κράτος των συντριπτικών πλεονεκτημάτων που θα τους προσφέρει το κολλεκτιβίστικο σύστημα, έναντι της ατομικής επιχείρησης. Να το πω απλά: εμείς τείνουμε το χέρι σ’αυτή την κατηγορία των φτωχότερων μεσαίων στρωμάτων της πόλης και της υπαίθρου, όχι σαν επιχειρηματίες, αλλά σαν ανθρώπους. Η λαϊκή, σοσιαλιστική οικονομία τους εγγυάται την ατομική και οικογενειακή τους μακροημέρευση και ανάπτυξη, σαν εργαζόμενοι που προσφέρουν κι αυτοί στο κοινό καλό, τη στιγμή που ο καπιταλισμός τους καταδικάζει σε συνεχές άγχος, φορολογικό και ασφαλιστικό ξεζούμισμα, υπερχρέωση στις τράπεζες, γλύψιμο στους πολιτικάντηδες για να παίρνουν ένα ξεροκόμματο από την πίτα. Ακόμα και την ατομική τους επιχείρηση (όχι με μισθωτούς εργάτες) μπορεί να τους αφήσει να ασκήσουν, για ένα χρονικό διάστημα που μπορεί να είναι και κάμποσες δεκαετίες, ανάλογα με τον κλάδο και το γενικότερο συσχετισμό, εξασφαλίζοντάς τους συγκεκριμένο αντικείμενο και σίγουρη δουλειά στα πλαίσια του πανεθνικού πλάνου της σχεδιασμένης οικονομίας. Γιατί, λοιπόν, αυτοί να επιλέξουν να σταθούν ενάντια στους εργάτες και υπέρ των μεγαλοκαπιταλιστών πλουτοκρατών; Με κριτήριο το συμφέρον τους, έχουν κάθε λόγο να αγωνιστούν μαζί μας, την ώρα της μάχης…

Είναι "ρίσκο" η διανοητική εργασία;

Ο σχολιαστής με το ψευδώνυμο alone, έγραψε:

"Η εργασία μπορεί να θεωρηθεί “αποκλειστικός αποδεκτός συντελεστής παραγωγής”, αν στον όρο εργασία περιλάβεις κάθε μορφή ανθρώπινης δημιουργίας που παράγει άμεσα ή έμμεσα κοινωνικό προιόν. Άρα, εργασία είναι οι επινοήσεις, ανακαλύψεις της επιστημονικής σκέψης με άμεσα, εφαρμοσμένα ή έμμεσα, μακροπρόθεσμα αποτελέσματα ή η καλλιτεχνική παραγωγή. Το πρόβλημα βρίσκεται στην αξιολόγηση της άυλης αυτής μορφής εργασίας ή δημιουργίας και άρα και στην αμοιβή της.
Η τόλμη ή το ρίσκο στην επιχειρηματικότητα είναι αρετές που αμοίβει ο καπιταλισμός γιατί έτσι είναι οι κανόνες του, όπως σε ένα παιχνίδι ποδοσφαίρου αμοίβονται η τεχνική, η φυσική κατάσταση κτλ. Από ποιό φυσικό δίκαιο πηγάζει όμως η αναλογία της αμοιβής τους, ώστε να είναι αποδεκτός ο απεριόριστος πλουτισμός ενός ατόμου, έστω και με “νόμιμο” τρόπο; Γιατί αρετές όπως η ιδιοφυία και η δουλειά ενός καινοτόμου επιστήμονα αμοίβονται πολύ λιγότερο; Εν τέλει, όλα αυτά είναι σχετικά μεγέθη και γίνονται στερεότυπα μόνο συναρτήσει του περιβάλλοντος και των αξιών του. Από δω αρχίζει η συζήτηση, δεν τελειώνει."

Τέθηκε το ερώτημα κατά πόσο είναι παραγωγική η εργασία που παράγει άυλες αξίες χρήσης (νέες επιστημονικές θεωρίες, ιδέες για καινούργιες μεθόδους παραγωγής, νέα υλικά προιόντα/υπηρεσίες κλπ.). Από την άποψη της αξίας χρήσης, ασφαλώς και είναι διότι ικανοποιεί κάποια/κάποιες κοινωνική/ές ανάγκη/ες. Όμως το θέμα μας δεν είναι αυτό. Να το πω με ένα παράδειγμα. Ας υποθέσουμε ότι σε μια περιοχή που έχει πλούσια κτηνοτροφία έχει κάποιος “την ιδέα” να φτιάξει ένα εργοστάσιο παραγωγής δερμάτινων ρούχων. Από “την ιδέα” ως το εργοστάσιο, μεσολαβεί άβυσσος. Η γέφυρα που ενώνει τα χείλη της αβύσσου είναι το κεφάλαιο (με την έννοια της αξίας για την αγορά/κατασκευή των παγίων στοιχείων, τη μίσθωση εργατικής δύναμης, τη δημιουργία δικτύου διανομής κλπ.). Πρώτο ζήτημα: χωρίς το κεφάλαιο, η “ιδέα” είναι αέρας κοπανιστός. Οι διάφοροι που λένε “η υπεραξία είναι η αμοιβή του ρίσκου και της ιδέας”, εννοούν στην πραγματικότητα “είναι η αμοιβή του κεφαλαίου” – παλιότερα, σε καιρούς “δόξας” του νεοφιλελευθερισμού το έλεγαν ακριβώς έτσι (θυμάμαι τα βιβλία πολιτικής οικονομίας στο πανεπιστήμιο), σήμερα πια έχουν “καμουφλαριστεί” γιατί ο κόσμος έχει μάτια και βλέπει. Δεύτερο ζήτημα: το ίδιο το κεφάλαιο δεν είναι τίποτε άλλο από εργασία που έχει “ενσωματωθεί” σε εμπορεύματα (και το χρήμα είναι επίσης εμπόρευμα όπως διδάσκει ακόμα και η κλασσική αστική οικονομική επιστήμη). Τρίτο ζήτημα: αν δε δαπανηθεί “ζωντανή” (μισθωτή) εργασία, δεν υπάρχει παραγωγή. Τα εργαλεία, οι πρώτες ύλες και οι μηχανές δεν παράγουν από μόνα τους. Γενικό συμπέρασμα: η υπεραξία, δηλαδή το απλήρωτο μέρος της αξίας που παράγει η ζωντανή εργασία στον κύκλο περιστροφής του κεφαλαίου, δεν είναι καμία “δίκαιη” αμοιβή καμίας “ιδέας” και κανενός “κεφαλαίου” ως τέτοιου. Είναι, απλούστατα, ΚΛΟΠΗ, ΥΠΕΞΑΙΡΕΣΗ, ΠΑΡΑΣΙΤΙΣΜΟΣ και ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ από πλευράς του κεφαλαιοκράτη σε βάρος του εργάτη. Το μέγεθος αυτής της κλοπής δεν καθορίζεται από κανένα “φυσικό δίκαιο”. Καθορίζεται, αφενός από την τιμή της εργατικής δύναμης (το ύψος του μισθού) που αντανακλά την αξία των μέσων αναπαραγωγής της (τροφή, κατοικία, ένδυση, ειδίκευση κλπ.), τη σχέση προσφοράς και ζήτησής της (το ύψος της ανεργίας) και το συσχετισμό της ταξικής πάλης (πόσο μπορεί το εργατικό κίνημα να επιβάλλει σχετικά καλύτερους όρους πώλησης της εργατικής δύναμης) και, αφετέρου, από την παραγωγικότητα της ανθρώπινης εργασίας που καθορίζεται με τη σειρά της από την τεχνική βάση της παραγωγής και τον εργάσιμο χρόνο. Δεν υπάρχει τίποτε το “φυσικό” και το “ηθικό” σ’αυτή τη διαδικασία.

Αναρωτιέται ο φίλος alone γιατί η καινοτόμος έρευνα ενός επιστήμονα αμοίβεται λιγότερο. Καταρχάς, στα πλαίσια του καπιταλισμού η βασική έρευνα που διεξάγετα εκτός παραγωγής (στα πανεπιστήμια π.χ.), δεν είναι καν εμπόρευμα, διότι δεν “παράγεται” με σκοπό την ανταλλαγή. Η αμοιβή της (π.χ. ο μισθός του μόνιμου ερευνητή στο “ΕΚΕΦΕ ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ” ή η υποτροφία του υποψήφιου διδάκτορα) είναι από άποψη πολιτικής οικονομίας υπηρεσία (τριτογενής τομέας) και όχι παραγωγική εργασία. Δεύτερον, η έρευνα στα ίδια τα καπιταλιστικά εργοστάσια (R&D) από επιστήμονες-υπαλλήλους του καπιταλιστή εργοδότη, δε διαφέρει από οποιαδήποτε άλλη εργασία των υπόλοιπων εργαζόμενων στο εργοστάσιο. Εδώ, ο καπιταλιστής δεν αγοράζει το προιόν της διανοητικής εργασίας του επιστήμονα, αλλά την εργατική του δύναμη, την ικανότητά του δηλαδή να “παράγει” καινοτομίες – ακριβώς όπως δεν αγοράζει το παπούτσι από τον εργάτη-τσαγγάρη, αλλά την ικανότητά του να φτιάχνει παπούτσια. Συνεπώς, ο μισθός του υπάλληλου επιστήμονα καθορίζεται, όπως και ο μισθός κάθε άλλου εργαζόμενου από την αξία της εργατικής του δύναμης. Τέλος, στην περίπτωση που ο επιστήμονας παρέχει υπηρεσίες “επιστημονικού συμβούλου” ως ελεύθερος επαγγελματίας, οπότε αυτό που “αγοράζει” απ’αυτόν ο καπιταλιστής είναι απευθείας η τεχνολογική “καινοτομία” που προτείνει, η τεχνολογική “λύση” κλπ., η αξία του ιδιότυπου αυτού “άυλου” εμπορεύματος καθορίζεται – όπως και κάθε άλλο εμπόρευμα – από το νόμο της αξίας, δηλ. το μέσο κοινωνικά αναγκαίο χρόνο παραγωγής του. Παλιότερα, για να μελετηθεί-σχεδιαστεί μια βιομηχανική εγκατάσταση απατείτο πολύ μεγαλύτερος χρόνος απ’όσο σήμερα με τον όγκο γνώσης που έχει συσσωρρευτεί και τα σύγχρονα εργαλεία (Η/Υ, διαδίκτυο κλπ.) επεξεργασίας της. Αυτό εξηγεί και το ερώτημά σου, γιατί αμοίβεται λιγότερο σήμερα η επιστημονική καινοτομία σε σχέση με το παρελθόν. Σήμερα, ο όγκος των γνώσεων του ανθρώπου διπλασιάζεται ανά 5ετία ή και λιγότερο, παλιότερα μια επιστημονική ανακάλυψη ή μια πρακτική βελτίωση μπορούσε να απαιτήσει δεκαετίες. Όπως βλέπουμε, σε αυτή τη διαδικασία δεν υπάρχει τίποτε το μεταφυσικό, το εξωτικό. Λειτουργούν κανονικότατα οι νόμοι της πολιτικής οικονομίας.

Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2009

Τακτική και στρατηγική στις σημερινές συνθήκες – μερικές σκόρπιες σκέψεις...

Στις 15/11, στα πλαίσια του διαλόγου για το προηγούμενο άρθρο μου, δέχθηκα το παρακάτω σχόλιο το οποίο και αναδημοσιεύω:

Φίλε Κάποιε…

Δες κι αυτό που «έκλεψα» από το ιστολόγιο του Κώστα Καββαθά, που δείχνει ότι (πέρα από τα γνωστά φασιστικά και πλήρως παγκοσμιοποιμένα μορφώματα ή τις «αμερικανόπνευστες» ηγεσίες άλλων) φαίνεται να υπάρχει μια συγκυριακή βέβαια, σύμπτωση των απόψεών σου (και του ΚΚΕ), με το ευρύτερο «κοινό αίσθημα». Ο Κ.Κ. πιστεύω ότι συνεχίζει να το εκφράζει.
Αντιγράφω:
«... Ο Οικολόγος Τρεμάμενος αναγνώρισε το "τουρκοκυπριακό κράτος" και η σύμβουλος του ΓΑΠ κ. Δραγώνα γράφει στο βιβλίο της ότι, η Επανάσταση του 21 έδειξε την "επεκτατική, ιμπεριαλιστική πολιτική των Ελλήνων απέναντι στη μεγάλη Οθωμανική Αυτοκρατορία..." Οι επιμελείς αναγνώστες δεν πρέπει να εκπλήσσονται. Η ομάδα που κυβερνάει σήμερα το κρατίδιο καταλαβαίνει ότι, η μόνη ελπίδα να σωθεί είναι να ενταχθεί πάλι στη Μεγάλη Πύλη.»
Σε άλλο επίπεδο τώρα, στο σημερινό άρθρο του Ε. Βαγενά («Ρ»), διαβάζουμε ότι η «νεο-οθωμανική» εκδοχή της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας» προϋποθέτει «την άμβλυνση των αιχμηρών διακρατικών ζητημάτων» (Αρμενία, Συρία, Ιράν), τη «λογική των «μηδενικών τριβών» ενώ «στα Βαλκάνια προβάλλεται η υπεράσπιση των “τουρκικών” και “μουσουλμανικών” μειονοτήτων».
Θέλω να πω ότι μπορεί η αντίληψη του βάθους του παιχνιδιού να ποικίλλει (άλλωστε η ανάρτηση του Κ. Καββαθά έχει διαφορετικό χαρακτήρα) αλλά η εγρήγορση υπάρχει. Κάποια στιγμή ---ποιος το ξέρει αυτό;--- ενδέχεται να χρειαστεί (κούφια η ώρα….) να μετατραπεί και σε συμμαχία (;)
Αυτά τα γράφω ως ένας καθόλου ειδικός περί την γεωπολιτική και τις κομματικές στρατηγικές.

Με αφορμή τις παραπάνω σκέψεις του φίλου, θα επιδιώξω να διατυπώσω ορισμένες δικές μου σκέψεις, συμβάλλοντας στον γενικότερο προβληματισμό μας.

Οι ενδοαστικές αντιθέσεις δεν είναι νέο φαινόμενο

Το γεγονός της ύπαρξης στο εσωτερικό της αστικής τάξης φωνών (εγώ θα έλεγα μάλιστα όχι μεμονωμένων αλλά ενός ολόκληρου ρεύματος) που ενδιαφέρονται πιο ενεργά για την αναβάθμιση της θέσης της χώρας στα πλαίσια της ιμπεριαλιστικής αλυσσίδας, (ή τουλάχιστον αγωνιά σχετκά με τυχόν υποβάθμιση της θέσης της σε αυτήν) για την ανάδειξή της σε περιφερειακή τοπική δύναμη, αντί για τον "παραδοσιακό" ρόλο του παρατρεχάμενου των ιμπεριαλιστών, δεν είναι καινούργιο. Ήδη σε προηγούμενα άρθρα μου στάθηκα στην ουσιαστική συνέχεια που χαρακτηρίζει την πολιτική του Κωνσταντίνου Καραμανλή και του Ανδρέα Παπανδρέου (που με αντιφάσεις και με μη-γραμμικό τρόπο υπήρξαν οι βασικοί εκφραστές του ρεύματος αυτού), καθώς και κάποιες πτυχές της πολιτικής του Κωστάκη Καραμανλή, κυρίως στην πρώτη τριετία. Επιδίωξη ή αγωνία πάντως, όπως κι αν το πει κανείς, σημασία έχει ότι το πρόβλημα τίθεται και έχει και αντικειμενική βάση. Εύστοχα το ΚΚΕ στις Θέσεις για το 18ο Συνέδριο ανέδειξε το ενδεχόμενο (ως συνέπεια της όξυνσης της καπιταλιστικής κρίσης) να υπάρξει υποχώρηση της θέσης της χώρας στην ευρύτερη περιοχή και, κατά συνέπεια, γενικότερη υποχώρησή της στην ιμπεριαλιστική αλυσσίδα.

Στο σημείο αυτό αξίζει μια ιστορική παρένθεση: είναι πλέον επιβεβαιωμένο ότι ο Ανδρέας υπήρξε πολιτικό τέκνο του Καραμανλή κι όχι του πατέρα του, όπως μαρτυρούν μια σειρά σοβαρές πηγές για τη σχέση των δυο ανδρών διαχρονικά. Αυτής της (κοινής) κατεύθυνσης προιόν ήταν άλλωστε οι συγκλίνουσες πολιτικές τους επιλογές μετά την μεταπολίτευση: η ταυτόχρονη σχεδον ίδρυση ΝΔ και ΠΑΣΟΚ και όχι η επάνοδος στο σχήμα ΕΡΕ-Ένωση Κέντρου, το οποίο στη συνείδηση του ελληνικού λαού είχε ανεπανόρθωτα πληγεί και ταυτιστεί με το μετεμφυλιακό κράτος και το καθεστώς της αμερικανοκρατίας που οδήγησε και στη χούντα. Με διαφορετικούς δρόμους και με διαφορετικούς "ρόλους" στο παιχνίδι, για λογαριασμό πάντα των πιο στρατηγικά σκεπτόμενων τμημάτων και κύκλων της αστικής τάξης, διαμορφώθηκε το μεταπολιτευτικό σκηνικό, απορροφήθηκαν ομαλά για το σύστημα οι ριζοσπαστικές διαθέσεις των λαϊκών στρωμάτων, περιθωριοποιήθηκε η αριστερά, ενσωματώθηκε το εργατικό κίνημα, προωθήθηκαν χωρίς "τριβές" αναγκαίοι αστικοί εκσυγχρονισμοί, διαμορφώθηκαν βαθύτεροι όροι ενσωμάτωσης του ελληνικού καπιταλισμού στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής διεθνοποίησης και του διακρατικού της φορέα, της ΕΟΚ και μετέπειτα ΕΕ. Η στρατηγική αυτή είχε στόχο τη βαθύτερη θωράκιση του συστήματος στην Ελλάδα και την ενεργητικότερη συμμετοχή μερίδων της αστικής τάξης στις γενικότερες διεργασίες, ασφαλώς από ανισότιμες θέσεις αλλά με διακριτό ρόλο. Το κυριότερο είναι ότι στα πλαίσια αυτής της στρατηγικής, διαμορφώθηκε μια πτέρυγα της αστικής τάξης η οποία αναβάθμισε τους δεσμούς της με το δυτικοευρωπαϊκό μονοπωλιακό κεφάλαιο (τα περίφημα "νέα τζάκια" που ακούγαμε στα τέλη της δεκαετίας του '80 και στη δεκαετία του '90), οι θέσεις του οποίου στην ελληνική καπιταλιστική οικονομία σημείωσαν ραγδαία πρόοδο την τελευταία 30ετία. Το γεγονός αυτό, οπωσδήποτε δημιουργούσε το έδαφος για μια ορισμένη όξυνση των ενδοιμπεριαλιστικών αντιθέσεων στο έδαφος της Ελλάδας, καθώς και στη διαπλοκή των αντιθέσεων αυτών με τις αντιθέσεις των διαφόρων μερίδων της αστικής τάξης σε σχέση και με μια σειρά εκφράσεις της πολιτικοστρατιωτικής εξάρτησης της χώρας από τις ΗΠΑ. Οι τελευταίες, ασφαλώς και δεν έχασαν ποτέ, ουσιαστικά, το πάνω χέρι στις εξελίξεις στη χώρα, αλλά ταυτόχρονα χρειάστηκε να μεθοδεύσουν σε ορισμένες φάσεις εντονότερα την ανάμιξή τους στα εσωτερικά πολιτικά πράγματα (όπως π.χ. για την πτώση του Παπανδρέου με τα σκάνδαλα το '87-'89). Σημείο καμπής στη διαδικασία αυτή είναι οι ανατροπές στο διεθνή συσχετισμό, τη διετία '89-'91. Αν στο προηγούμενο διάστημα οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις παρέμεναν σε δεύτερο πλάνο, εν όψει του κυρίου μετώπου του ιμπεριαλισμού με τον ταξικό του εχθρό, η προσωρινή έστω νίκη του ιμπεριαλισμού στις αρχές της δεκαετία του '90 τις απελευθέρωσε στη συνέχεια και, έτσι, οι εκδηλώσεις τους άρχισαν να γίνονται πολύ περισσότερο ορατές και στη γειτονιά μας και στη χώρα μας ειδικότερα. Έχω σταθεί αρκετά εκτεταμένα στα πρόσφατα "επεισόδια" αυτού του "σήριαλ" που σχετίζονται άμεσα με τις πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις στη χώρα, την τελευταία δεκαετία, επομένως να μην επεκταθώ άλλο σε αυτό το θέμα.

Το ζήτημα, ωστόσο, που πρέπει να τονιστεί εδώ είναι ότι η όξυνση της καπιταλιστικής κρίσης έχει διαμορφώσει τους όρους για μια πιθανή υποχώρηση της θέσης της χώρας στην ευρύτερη περιοχή. Το γεγονός ότι η περίφημη "βαλκανική ενδοχώρα" προς την οποία κατευθύνθηκε το μεγαλύτερο μέρος των εκροών κεφαλαίου από τη χώρα μας βιώνει την κρίση πολύ χειρότερα από το μέσο όρο δεν αφήνει μεγάλα περιθώρια αισιοδοξίας. Στην εικόνα αυτή, προσθέστε και τα δημοσιονομικά χάλια, την επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου, τους επαχθέστερους όρους εξωτερικού δανεισμού (χαρακτηριστικά, το ελληνικό δημόσιο δανείζεται με ως και 5 φορές υψηλότερο spread από αυτό με το οποίο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δανείζει τους εγχώριους τραπεζικούς ομίλους), την απειλή αποχώρησης γερμανικών κυρίως κεφαλαίων από τη χώρα (τα Ναυπηγεία είναι ένα πρώτο "θύμα", σειρά έχει ίσως(;) ο ΟΤΕ;) για να πάρει κανείς μιαν εικόνα. Την ίδια στιγμή, όπως σημειώνει και η ανάλυση του "Ριζοσπάστη" που επικαλέστηκε ο ανώνυμος φίλος, οι εξελίξεις στην περιοχή και η υπό διαμόρφωση νέα στρατηγική της τουρκικής άρχουσας τάξης στο φόντο των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών απειλούν ευθέως με νέες, πολύ πιο οδυνηρές αυτή τη φορά υποχωρήσεις. Το αντικειμενικό υπόβαθρο, λοιπόν, για να "φουντώσει" ένας προβληματισμός στους κυρίαρχους κύκλους (ιδίως στους κύκλους εκείνους που βγήκαν ηττημένοι από την εκλογική αναμέτρηση της 4ης Οκτωβρίου) υπάρχει και δικαιολογεί, αν θέλετε, μια σειρά γεγονότα του τελευταίου διαστήματος που δεν πέρασαν απαρατήρητα. Ξεχωρίζω δυο, την αναζωπύρωση της "Ιμιολογίας" με ειδικό "στόλισμα" του Πάγκαλου για το ρόλο του σ'εκείνη την υπόθεση - και με έντονους παραλληλισμούς με τις συμφωνίες Μαδρίτης και Ελσίνσκι σε σχέση με τα ανοίγματα του George προς την Τουρκία, αμέσως μετά την εκλογή του. Το δεύτερο, την ενίσχυση "στα ξαφνικά" (χωρίς κάποιον προφανή λόγο, φαινομενικά) της συζήτησης για τη Θράκη και το ρόλο του τουρκικού προξενείου, με σωρεία εκπομπών, αποκαλύψεων, συζητήσεων, αφιερωμάτων κλπ. Όλα δείχνουν ότι "κάτι παίζεται" και αυτό το "κάτι" διόλου καθησυχαστικό δεν είναι...

Κακόγουστο ανέκδοτο ο «πατριωτισμός» της αστικής τάξης

Έκανα αυτή τη μακρά εισαγωγή γιατί θέλω να καταλήξω στο εξής: η αντίθεση - ας το πω σχηματικά - "ευρωπαϊστών" και "ατλαντιστών" στο εσωτερικό της ελληνικής αστικής τάξης και του πολιτικού της προσωπικού, αν και είναι πολύ σημαντική για την ορθή ανάγνωση του πολιτικού συσχετισμού και τη χάραξη ορθής τακτικής από την πλευρά του επαναστατικού κινήματος, εν τούτοις παραμένει από στρατηγική σκοπιά μια δευτερεύουσα αντίθεση που δεν επιδέχεται στρατηγικής, αλλά μόνον τακτικής αξιοποίησης. Το λάθος του 8ου Συνεδρίου του ΚΚΕ περί ύπαρξης, τάχα, "εθνικής αστικής τάξης" με την οποία μπορούσε να υπάρξει συμμαχία για το πρώτο, εθνικοανεξαρτησιακό στάδιο της επαναστατικής διαδικασίας ευτυχώς διορθώθηκε σχετικά νωρίς και σήμερα πλέον, με το παρόν πρόγραμμα του ΚΚΕ, έχει εντελώς απορριφθεί - και πολύ σωστά – κάθε τέτοια σκέψη. Η ελληνική αστική τάξη στο σύνολό της αποδείχθηκε ιστορικά δέσμια των σχέσεων πολιτικοστρατιωτικής εξάρτησης από τον αμερικάνικο παράγοντα, ενώ οι όποιες κινήσεις της προς τους αντίπαλους των ΗΠΑ ιμπεριαλιστές είχαν πάντα δευτερεύοντα χαρακτήρα και, πάντως, δε σηματοδοτούσαν κατά κανέναν τρόπο διάθεση ρήξης με το καθεστώς της εξάρτησης. Άλλωστε, οι υλικοί όροι ανάπτυξης του ελληνικού κρατικο-μονοπωλιακού καπιταλισμού δεν επέτρεπαν και δεν επιτρέπουν κάτι τέτοιο. Φυσικά, η οργανική ένταξη της αστικής τάξης της χώρας στις ιμπεριαλιστικές ενώσεις όπως η ΕΕ της επιτρέπουν ορισμένες "φιλοδοξίες" αναφορικά με τη δυνατότητα απόσπασης καποιων ψιχίων της λείας από την εκμετάλλευση των λαών της περιοχής, με αντάλλαγμα έναν ρόλο "περιφερειακού χωροφύλακα". Ωστόσο, το εγχείρημα αυτό αποδεικνύεται ιστορικά εξαιρετικά αμφίβολο ως προς τη ρεαλιστικότητά του, καθώς διαπλέκεται με τις αλληλοσυγκρουόμενες ιμπεριαλιστικές γεωστρατηγικές επιδιώξεις και αντίστοιχες "φιλοδοξίες" άλλων αστικών τάξεων σε παρεμφερή θέση με αυτή της Ελλάδας, όπως αυτής της Τουρκίας. Έτσι, η συζήτηση ορισμένων κύκλων για τον "πατριωτικό χαρακτήρα" αυτών ή εκείνων των αστικών δυνάμεων (π.χ. του Κωστάκη με αφορμή τα ανοίγματα σε Γερμανία-Ρωσία) έχει ανεκδοτολογικό χαρακτήρα - οι παλινωδίες και η κατάντια του ίδιου του "πατριώτη Κωστάκη", αλλά και ο πρόσφατος εκλογικός θρίαμβος της νέας αμερικανοκρατίας του George αποτελούν την καλύτερη απόδειξη για του λόγου το αληθές. Καμία αυταπάτη, λοιπόν, για τις δυνάμεις αυτές. Ο "πατριωτισμός" της αστικής τάξης είτε θα εκφράζεται ως ιμπεριαλιστικός επεκτατισμός, είτε θα εκφράζεται (σε χώρες σαν την Ελλάδα) ως μίγμα συγχρόνως ενός κοσμοπολίτικου οικονομικού "μικρομεγαλοϊδεατισμού" (όπως το δόγμα Σημίτη περί "οικονομικής ενδοχώρας των Βαλκανίων" όπου, ακόμα κι εκεί, οι ελληνικοί όμιλοι λειτουργούν ως προπομποί και local dealers των μεγάλων πολυεθνικών ομίλων που βρίσκονται από πίσω) και της παραδοσιακής υποταγής στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς, συχνά ακόμα και με "ηχηρό" και "άτσαλο" τρόπο (όπως οι περιπτώσεις Ιμίων, Σκοπίων κλπ.). Η αστική τάξη ήταν, είναι και θα είναι ξένη και εχθρική προς την έννοια του λαϊκού πατριωτισμού και της εθνικής ανεξαρτησίας. Τόσο οι ιστορικές της καταβολές και ο τρόπος που "λύθηκε" - όπως και όσο λύθηκε - το εθνικό ζήτημα στη χώρα, όσο και τα σύγχρονα συμφέροντά της, την τοποθετούν σαφώς στον αντίποδα. Ο αληθινός πατριωτισμός είναι εκείνος που αναγνωρίζει ως εθνικό συμφέρον το συμφέρον της πλατιάς λαϊκής πλειοψηφίας, της εργατικής τάξης, της φτωχομεσαίας αγροτιάς, των αυταπασχολούμενων της πόλης, της μισθωτής εργαζόμενης διανόησης και νεολαίας. Και το συμφέρον αυτό είναι σε ευθεία ρήξη με τη στρατηγική των μονοπωλίων και του ιμπεριαλισμού, είτε του αμερικάνικου, είτε του ευρωπαϊκού. Επομένως, λύση σε αληθινά πατριωτική, εθνικοανεξαρτησιακή κατεύθυνση μπορεί να είναι μόνο μια λύση ανατροπής του καθεστώτος της εξουσίας των μονοπωλίων και των ιμπεριαλιστικών δεσμεύσεων της χώρας. Ως προς αυτό, που είναι το στρατηγικό ζήτημα, δε χωρά δεύτερη συζήτηση.

Μια αντίθεση που οφείλουμε να εκμεταλλευτούμε

Βεβαίως, αυτό που στρατηγικά απορρίπτεται ασυζητητί (δηλ. η προοπτική συμμαχίας με τα «ευρωπαϊστικά» ή «ρωσόφιλα» - αν δεχθούμε καν την ύπαξη των δεύτερων, κάτι για το οποίο αμφιβάλλω ισχυρά – τμήματα της αστικής τάξης) δε σημαίνει ότι μας είναι αδιάφορο από την άποψη της τακτικής. Σ’αυτό το θέμα είχα την ευκαιρία να αναφερθώ σε ένα παλιότερο σχόλιό μου, με αφορμή μια συζήτηση για την Μπιρμπίλη (αν θυμάμαι καλά στο προηγούμενο ή το προ-προηγούμενο άρθρο) οπότε παραπέμπω εκεί για το βασικό σκεπτικό. Εδώ θέλω απλά να τονίσω πως, από τη σκοπιά της τακτικής, καμία αντίθεση δε μας είναι αδιάφορη, πολύ περισσότερο όταν αφορά τον αντίπαλο. Καθήκον μας είναι, όχι απλά να τη μελετάμε και να τη «μαθαίνουμε» όσο καλύτερα γίνεται, να κατανοούμε σε τι συνίσταται, ποιο είναι το βάθος και οι μορφές της, πως εξελίσσεται στο χρόνο, αλλά – κυρίως – το να βρίσκουμε τρόπους να την αξιοποιούμε, να την οξύνουμε παραπέρα. Το έχω ήδη αναφέρει, αλλά ας το ξαναπώ το παράδειγμα: το σύνθημα για την απομάκρυνση των βάσεων των ΗΠΑ και την έξοδο της χώρας από το ΝΑΤΟ, βασικά στρέφεται κατά των αμερικάνων ιμπεριαλιστών, μιας και στη δική τους πολιτικοστρατιωτική σφαίρα επιρροής ανήκει η χώρα. Η τυχόν υλοποίηση αυτού του στόχου, να το πω σχηματικά, θα «πονέσει» περισσότερο τους αμερικάνους ιμπεριαλιστές από όλους τους άλλους ανταγωνιστές τους στο παιχνίδι της παγκόσμιας κυριαρχίας – κάποιους μάλιστα από αυτούς (π.χ. Ρωσία και Κίνα) μπορεί και να τους ωφελήσει πρόσκαιρα. Σημαίνει μήπως κάτι τέτοιο ότι εμείς «είμαστε με τη Ρωσία» ή «είμαστε με την Κίνα», επειδή παλεύουμε για να ξηλωθούν οι βάσεις; Ασφαλώς και όχι! Ίσα-ίσα, καθήκον μας είναι να εντείνουμε αυτή μας την πάλη, να κάνουμε πιο πειστική τη ζύμωσή μας (π.χ. αξιοποιώντας τη λαϊκή πείρα από το ρόλο του ΝΑΤΟ και των αμερικάνων στη χούντα, στον Αττίλα, στο Αιγαίο, στη Θράκη, στα Βαλκάνια ή το ρόλο που έπαιξαν οι βάσεις σε κορυφαίες στιγμές της ιστορίας της χώρας), να πάρουμε ακόμα περισσότερες πρωτοβουλίες στο λαό για να προβάλλουμε τους στόχους μας γιατί – εκτός των άλλων – έτσι θα οξύνουμε την αντίθεση ανάμεσα στους ιμπεριαλιστές δυνάστες και στους εγχώριους «εκλεκτούς» τους, ιδιαίτερα όσο το διεθνές (και το πιο κοντινό ιδιαίτερα) περιβάλλον θα μυρίζει όλο και πιο πολύ «μπαρούτι», όπως δείχνουν τα πράγματα. Στις συνθήκες της καπιταλιστικής κρίσης που καλπάζει, που αδυνατεί να ελεγχθεί με τα συνήθη, «οικονομικά» εργαλεία και που ο πόλεμος φαντάζει σιγά-σιγά όλο και περισσότερο σαν η τελευταία διέξοδος για τα πολυεθνικά μονοπώλια για να επανέλθει το σύστημα σε τροχιά ανόδου, ακόμα και το πιο μικρό «πλεονέκτημα», η πιο μικρή υποχώρηση του αντίπαλου, έστω και για ένα προσωρινό διάστημα, θα έχει γι αυτούς τεράστια σημασία – όπως και για εμάς.

Κι ας πάρουμε υπόψη μας και το εξής. Ο αστικός εθνικισμός-κοσμοπολιτισμός είναι ένα πράγμα και ο μικροαστικός «πατριωτικός» προβληματισμός είναι ένα άλλο, διαφορετικό. Σε ορισμένα τμήματα των μεσαίων στρωμάτων ή ακόμα και της μη-μονοπωλιακής αστικής τάξης η οικονομική πίεση των μονοπωλίων και οι γεωπολιτικοί σχεδιασμοί των ιμπεριαλιστών προκαλούν αντικειμενικές ανησυχίες, μιας και απειλούν ευθέως την ίδια τους την ύπαρξη. Είναι σαφές ότι οι πολιτικοί εκφραστές αυτών των δυνάμεων (π.χ. το κόμμα του Παπαθεμελή, διάφοροι όμιλοι μελετών και περιοδικά, ένα τμήμα της μικροαστικής διανόησης, ακόμα και όμιλοι και πρωτοβουλίες απόστρατων δημοκρατικών αξιωματικών όπως η «Κίνηση για την Εθνική Άμυνα») ούτε έχουν, ούτε μπορούν να αποκτήσουν το βάθος και τη συνέπεια της δικής μας θέσης. Πρόκειται για έναν ασυνεπή, ταλαντευόμενο μικροαστικό ριζοσπαστισμό (και κάποιες φορές ακόμα λιγότερο, απλά μια μικροαστική αντινεοταξική φρασεολογία) που ωστόσο εκφράζει πραγματικές κοινωνικές δυνάμεις και διεργασίες, τις οποίες η αστική τάξη θέλει και επιδιώκει να ποδηγετήσει και να ελέγξει. Αποτελεί για εμάς ειδικό, ιδιαίτερο καθήκον το πως θα «χειριστούμε» τις δυνάμεις αυτές, ώστε να μην επιτρέψουμε σε μηχανισμούς του συστήματος (όπως η ακροδεξιά τύπου ΛΑΟΣ, ή η εκκλησία η οποία στηρίζει τον Παπαθεμελή ειδικά στη Β. Ελλάδα) να «πάρουν υπό τη σκέπη τους» αυτό τον προβληματισμό, οδηγώντας τον σε ακίνδυνα, εκτονωτικά ή, αντίθετα, σε πολύ επίνδυνα ακροδεξιά, εθνικιστικά μονοπάτια. Το καθήκον αυτό δεν πρέπει να κατανοείται στενά, μόνο σε σχέση με τα λεγόμενα «εθνικά» θέματα. Αντίθετα, έχει πολύ μεγαλύτερο εύρος και συνθετότητα. Ένα-δυο παραδείγματα: μια απλή εικόνα της κατάστασης της οικονομίας, θα αναδείξει μια σειρά παραδοσιακών κλάδων στους οποίους η τάση είναι η διαρκής και ραγδαία συρρίκνωση. Πρόκειται για κλάδους χαμηλής έντασης κεφαλαίου και τεχνολογίας, με σχετικά χαμηλό δείκτη μονοπώλησης (όπως το ένδυμα, η κλωστοϋφαντουργία, η κατεργασία δέρματος, ξύλου κλπ.). Κοινωνικά, εκτός από κλάδους με συγκεκντρωμένη εργατική δύναμη, είναι κλάδοι που βασικά συναντάμε αρκετούς βιοτέχνες και αρκετούς μικροαστούς ή μη-μονοπωλιακή «μεσαία» αστική τάξη. Οι κλάδοι αυτοί βίωσαν με πολύ οξυμένο τρόπο τις επιπτώσεις των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, λόγω του Μάαστριχτ και της ΟΝΕ, χτυπήθηκαν έντονα από τον ανταγωνισμό των ξένων πολυεθνικών ομίλων. Η ανάπτυξη της πάλης μας ενάντια στην πολιτική της Ε.Ε., ειδικά ενάντια στις περίφημες «τέσσερις ελευθερίες κίνησης» (κεφαλαίου, εργασίας, εμπορευμάτων και υπηρεσιών) στο βαθμό που θα κατακτά νίκες, βοηθά στην προσωρινή ουδετεροποίηση ορισμένων και στο τράβηγμα των χαμηλότερων από αυτά τα στρώματα (κυρίως αυταπασχολούμενους και μικρούς εμποροβιοτέχνες) στον αγώνα ενάντια σε πλευρές της εξουσίας των μονοπωλίων, αδυνατίζοντας και υποσκάπτοντας τα κοινωνικά ερείσματα του αστικού συνασπισμού εξουσίας. Φυσικά, όρος για την επιτυχία και αυτού του ειδικού καθήκοντος και απόλυτη προτεραιότητα στη δράση μας δε μπορεί παρά να είναι η συσπείρωση και η ανασυγκρότηση σε ταξική βάση του εργατικού κινήματος, στη βάση του πλαισίου διεκδικήσεων που έχει επεξεργαστεί το ΠΑΜΕ και τα ταξικά συνδικάτα. Καμία έκπτωση και κανείς συμβιβασμός ως προς το ζήτημα αυτό δεν είναι νοητός, ούτε από θέσεις αρχών, ούτε καν για λόγους τακτικής, μιας και τελικά θα μας επαναφέρει στην αρνητική πείρα της δεκαετίας του ’80, όπου η σωστή επίκληση της ανάγκης για κοινωνικές συμμαχίες της εργατικής τάξης απολυτοποιήθηκε, ανάχθηκε σε περίπου αυτοσκοπό και όχι μέσο για τη συγκρότηση της επαναστατικής στρατιάς, οδηγώντας σε απόσπαση και αυτονόμηση της τακτικής από την επαναστατική στρατηγική.

Συμπέρασμα

Συνοψίζω, λοιπόν: Ειδικά σήμερα, σε συνθήκες κρίσης, να μη φοβηθούμε να οξύνουμε την κρίση τους! Να μη φοβηθούμε να εκμεταλλευτούμε τις αντιθέσεις τους! Μόνο κέρδος μπορεί να έχει το επαναστατικό κίνημα από αυτό – αρκεί να μάθουμε καλά την «τέχνη» να ελισσόμαστε χωρίς να χάνουμε το στρατηγικό μας στόχο, χωρίς να χάνουμε την πολιτική-ιδεολογική-οργανωτική μας αυτοτέλεια μέσα σε άσκοπες και λαθεμένες «συμμαχίες». Ο μεγάλος Λένιν, στο περίφημο κείμενό του «Δυο ταχτικές της σοσιαλδημοκρατίας στη δημοκρατική επανάσταση», περιγράφοντας τη σχέση του κόμματος με την αστική τάξη στον αγώνα ενάντια στον τσαρισμό, έγραφε: «χτυπάμε μαζί – βαδίζουμε χωριστά». Εμείς το δρόμο μας κι αυτοί το δικό τους. Αυτό το σύνθημα διατηρεί και σήμερα την αξεπέραστη επικαιρότητά του. Πιο ώριμοι, διδαγμένοι από τη θετική και αρνητική πείρα του κινήματος, σταθεροί στο λενινιστικό δρόμο θα βαδίσουμε και σ’αυτές τις δύσκολες αλλά ελπιδοφόρες μάχες που μας περιμένουν!